τῆς ὥρας

  • 41CANTOR — I. CANTOR Graece Α᾿ιδὸς apud Homer. Od. γ. v. 265. Η῞δ᾿ ἤτοι το πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικὲς Δῖα Κλυταιμνήςτρη, φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇτι, Παῤ γὰρ ἔην καὶ Αὀιδὸς ἀνὴρ, ᾧ πόλλ῾ ἐπέτελλεν Α᾿τρείδης, Τροὶηνδε κιὼν; εἴρυςθαι ἄκοιτιν, Α᾿λλ᾿ ὅτε δή… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 42HOROSCOPA Vasa — apud Plin. l. 2. c. 71. et 72. Qua de causa ad Oceanum navigames, quamvis brevissimo die vincunt spatia nocturnae navigationis, ut Solem ipsum comitantes, vasaque Horoscopa non ubique eadem sunt usui in trecentis stadiis, aut ut longissime, in… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 43ευωρία — (I) εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [εύωρος Ι] 1. (κατά τον Ησύχ.) ολιγωρία, αμέλεια 2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ μὴ πάνυ φροντίζειν, ἀλλὰ ραθυμότερόν πως ἔχειν». (II) εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [εύωρος II] η ωραιότητα τής εποχής, τής ώρας, η ευκρασία …

    Dictionary of Greek

  • 44λεπτοδείκτης — ο ο μεγαλύτερος από τους δύο δείκτες τής πλάκας τού ρολογιού, ο οποίος δείχνει τα πρώτα λεπτά τής ώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτό + δείκτης. Ο τ. μαρτυρείται από το 1891 σε τελωνειακό δασμολόγιο] …

    Dictionary of Greek

  • 45πεντάλεπτος — η, ο 1. αυτός που έχει διάρκεια πέντε πρώτων λεπτών τής ώρας («πεντάλεπτο διάλειμμα) 2. αυτός που αξίζει πέντε λεπτά τής δραχμής 3. το ουδ. ως ουσ. το πεντάλεπτο μεταλλικό νόμισμα αξίας πέντε λεπτών, η πεντάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + λεπτός… …

    Dictionary of Greek

  • 46περικαταλαμβάνω — Α 1. περιβάλλω, περικλείω από παντού 2. καταφθάνω, προφταίνω («πολλοὶ δὲ περικαταληφθέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν», Πολ.) 3. παθ. περικαταλαμβάνομαι αναγκάζομαι («περικαταλαμβανόμενος τοῑς καιροῑς» αναγκαζόμενος από τις περιστάσεις, Πολ.) 4 …

    Dictionary of Greek

  • 47τεσσαρακοντάλεπτος — η, ο, Ν αυτός που έχει αξία ίση με σαράντα λεπτά τής δραχμής ή αυτός που έχει διάρκεια ίση με σαράντα λεπτά τής ώρας, ο σαραντάλεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + λεπτος (< λεπτό). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …

    Dictionary of Greek

  • 48τρίλεπτος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει διάρκεια τριών λεπτών τής ώρας 2. αυτός που έχει αξία τριών λεπτών τής δραχμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + λεπτος (< λεπτό), πρβλ. πεντά λεπτος] …

    Dictionary of Greek

  • 49ωρογράφος — ο / ὡρογράφος, ον, ΝΑ νεοελλ. συσκευή αυτόματης εκτύπωσης, πάνω σε κάρτα τής ημερομηνίας, τής ώρας και τού λεπτού προσέλευσης και αναχώρησης τού εργαζομένου στην και από την εργασία του αρχ. ιστοριογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + γράφος*] …

    Dictionary of Greek

  • 50ωροσκόπος — ο / ὡροσκόπος, ον, ΝΑ το αρσ. ως ουσ. αστρολ. αυτός που, παρατηρώντας το ωροσκόπιο κάποιου, προλέγει το μέλλον του αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωροσκόπηση 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὡροσκόπος η ερμηνεία τής τύχης από την παρατήρηση τής… …

    Dictionary of Greek