τῆς ὥρας

  • 31Греческий язык — Самоназвание: Ελληνικά [e̞ˌliniˈka] Страны: Греция …

    Википедия

  • 32κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …

    Dictionary of Greek

  • 33δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 34ιπποπόταμος — (Ηippopotamus amphibius). Αρτιοδάχτυλο θηλαστικό της οικογένειας των ιπποποταμιδών, της υπόταξης των χοιρομόρφων. Τα ενήλικα άτομα έχουν μήκος σώματος περίπου 4 5 μ., ύψος στο άκρο του ώμου 1,60 μ. και βάρος 3 4 τόνους. Το πολύ ογκώδες σώμα του… …

    Dictionary of Greek

  • 35видѣниѥ — ВИДѢНИ|Ѥ (474), А с. 1.Восприятие зрением, видение; обозрение, осмотр; созерцание: игранiѥ и плѩсаниѥ и гудениѥ. входѩщемъ въстати всемъ. да не осквьрнѩть имъ чювьсва. видѣниѥмь и слышаниѥмь. по оч҃кому повелѣнию. КН 1280, 513в; множицею на… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 36δεκάλεπτος — η, ο 1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα πρώτων λεπτών τής ώρας («δεκάλεπτο διάλειμμα») 2. αυτός που έχει αξία δέκα λεπτών τής δραχμής («δεκάλεπτο χαρτόσημο») 3. το ουδ. ως ουσ. το δεκάλεπτο α) παλιότερο μετάλλινο νόμισμα με αξία δέκα λεπτών, δέκα… …

    Dictionary of Greek

  • 37μονόλεπτος — και μονόλεφτος, η, ο 1. αυτός που έχει αξία ενός λεπτού τής δραχμής 2. αυτός που διαρκεί ένα μόνο πρώτο λεπτό τής ώρας («μονόλεπτη σιγή») 3. το ουδ. ως ουσ. το μονόλεπτο παλαιό νόμισμα αξίας ενός λεπτού τής δραχμής …

    Dictionary of Greek

  • 38ρομπότ — Μηχάνημα ικανό να εκτελεί πράξεις, που αποτελούν μέρος ενός καθορισμένου προγράμματος, και με ορισμένες λειτουργικές ομοιότητες με τον άνθρωπο. Ο όρος προήλθε από την τσεχική λέξη robota (= εργασία), όταν ο Κάρελ Τσάπεκ έγραψε το 1923 το ονομαστό …

    Dictionary of Greek

  • 39χαλάζι — Ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα που αποτελείται από κόκκους πάγου, συνήθως σφαιροειδείς, με διάμετρο που ποικίλλει από μερικά χιλιοστά έως μερικά εκατοστά του μέτρου. Παρατηρείται συνήθως κατά τη διάρκεια καταιγίδων και καμιά φορά συνοδεύεται από… …

    Dictionary of Greek

  • 40χρονογράφος — ο, ΝΜΑ συγγραφέας χρονικών, χρονικογράφος νεοελλ. 1. (στη δημοσιογρ.) συγγραφέας χρονογραφημάτων 2. τεχνολ. α) συσκευή, κατά κανόνα μορφής ωρολογιού, η οποία, πέρα από την ένδειξη τής ώρας, έχει και καταμετρητή χρονικών διαστημάτων β) αυτογραφική …

    Dictionary of Greek