τῆς ὥρας

  • 111Κορνίλοφ, Βλαντιμίρ Αλεξέγιεβιτς — (VladimirAlekseyevich Kornilov, 1806 – 1855). Ρώσος ναύαρχος. Το 1853, ενώ ήταν ακόμα υποναύαρχος υπό τις διαταγές του ναυάρχου Ναχίμοφ, πήρε μέρος στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, επικεφαλής μοίρας του ρωσικού στόλου. Στις 30 Νοεμβρίου 1856 ο Κ., με… …

    Dictionary of Greek

  • 112Μποσκέτι Αλμπέρτι, Μαρία — (Maria Boschetti Alberti, Μοντεβιδέο 1884 – Άνιο, Τιτσίνο 1951). Ελβετίδα παιδαγωγός. Ενδιαφέρον ήταν το πείραμα της στο «γαλήνιο σχολείο» του Άνιο, όπου εφάρμοσε μία μέθοδο που επέτρεπε στους μαθητές τριπλή ελευθερία: εκλογής, ώρας και διάρκειας …

    Dictionary of Greek

  • 113περισσεύω — και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [περισσός / περιττός] 1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.) 2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω… …

    Dictionary of Greek

  • 114AHORI — Graecis Α῎ωροι, iuvenes dicti sunt, quos ante tempus mors im matura rapit, ut fructus qui acerbi adhuc et immites avelluntur. Babrius, Τὸν Ι῎τυν ἄωρον ενπεσόντα τῆς ζωῆς. Aliter πρόωροι, quod πρὸ ὥρας obeant; cum πρὸ μοίρας dicantur θανεῖν, qui… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 115LANUVINA Villa — apud Iulian. Capitolin. in Antonino Pio, Ipse natus est in villa Lanuvina; educatus Lauri in Apulia, ubi postea Palatium exstruxit: sic dicta videtur Salmas. quod Lanuvio municipio vicina esset; e quo municipio originem duxisse Antonium Pium,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 116αγιάρι — το έλεγχος και ρύθμιση τής λειτουργίας μηχανήματος με αντιπαραβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοτουρκ. ayar (= βαθμός καθαρότητας πολύτιμου μετάλλου, ακρίβεια βάρους νομίσματος, ακρίβεια ώρας ρολογιού)] …

    Dictionary of Greek

  • 117επεκτείνω — (AM ἐπεκτείνω) [εκτείνω] αυξάνω σε έκταση ή σε αριθμό («επεκτείνει τον κύκλο τών συνεργατών του», «με τη συνθήκη επεκτάθηκαν τα όρια τού κράτους») αρχ. 1. τεντώνω 2. αναπτύσσω 3. εξαπλώνομαι 4. διευρύνω 5. μετατρέπω βραχύχρονο φωνήεν σε… …

    Dictionary of Greek

  • 118κιλοβατώρα — η μονάδα έργου ή ενέργειας που ισοδυναμεί με το έργο το οποίο εκτελείται σε χρόνο μιας ώρας από μια μηχανή η ισχύς τής οποίας είναι ίση με 1 κιλοβάτ (σύμβ. kWh). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α και γ συνθετικό …

    Dictionary of Greek

  • 119μιλικιουρί — το μετρολ. μονάδα ραδιενέργειας, με σύμβολο mCi, η οποία ισούται προς το ένα χιλιοστό τής μονάδας κιουρί ή προς 3,7 107 διασπάσεις ανά δευτερόλεπτο ή μπεκερέλ, ισοδυναμεί με την ποσότητα ακτινοβολίας γάμμα που εκπέμπεται σε χρόνο μιας ώρας από… …

    Dictionary of Greek

  • 120νεώ — (I) νεῶ, άω (Α) 1. καλλιεργώ αγροτική έκταση για πρώτη φορά ή μετά από κάποιο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αγρός έμεινε ακαλλιέργητος προκειμένου να ενδυναμωθεί η γη και να δεχθεί τη νέα σπορά («ἡ δὲ κατεργασία ἐν τῷ νεᾱν κατ άμφοτέρας τὰς… …

    Dictionary of Greek