τῆς ὥρας

  • 101προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …

    Dictionary of Greek

  • 102Τσεσμέ — Πόλη της Μικράς Ασίας στη χερσόνησο της Ερυθραίας (12.000 κάτ.). Πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή η πόλη λεγόταν από τους Έλληνες Κρήνη. Είναι χτισμένη σε μια παραθαλάσσια πεδιάδα και σε απόσταση 70 χλμ. από τη Σμύρνη. Οι περισσότεροι κάτοικοί …

    Dictionary of Greek

  • 103Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …

    Wikipedia

  • 104Dionysius the Philosopher — (Greek: Διονύσιος ο Φιλόσοφος, ca. 1560–1611) was a Greek monk who led two farmer revolts against the Ottoman Turks. Contents 1 Life and career 2 Revolts 3 Death …

    Wikipedia

  • 105κεράννυμι — (ΑΜ, Α και κεραννύω, επικ. τ. κεραίω και κερῷ, άω) 1. αναμιγνύω υγρά, συνήθως κρασί με νερό, για να μετριάσω στο κράμα τη δύναμη οινοπνευματώδους ποτού (α. «κύλικος ἴσον κεκραμένης», Αριστοφ. β. «οἴνῳ καὶ μέλιτι κεράσαντα τὴν κρήνην, ἀφ ἧς ἔπινον …

    Dictionary of Greek

  • 106Γαυγάμηλα — Αρχαία πόλη της Ασσυρίας, στο σημερινό Ιράκ, Α του Τίγρη ποταμού και Δ του παραποτάμου του Μεγάλου Ζάβα (αρχαίου Λύκου). Κατά τον Αρριανό, απείχε από τα αρχαία Άρβηλα (σημερινό Ερμπίλ) εξακόσια στάδια, δηλαδή περίπου 110 χλμ. Κατά τον γεωγράφο… …

    Dictionary of Greek

  • 107Νουμάς — Πολιτικό, κοινωνικό και φιλολογικό περιοδικό των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας. Το ίδρυσε ο λογοτέχνης Δημήτριος Π. Ταγκόπουλος τον Ιανουάριο του 1903, με ευρύτερους αρχικά στόχους· στο πρώτο φύλλο, όπου γνωστοποιούσε το πρόγραμμα του Νουμά (που …

    Dictionary of Greek

  • 108Σιροκομλά, Βλαντισλόβ — (Syrokomla, Σμολχώφ 1823 – Βίλνα 1862). Ψευδώνυμο του Πολωνού ποιητή Λούντβικ Κοντράτοβιτς. Στο τεράστιο έργο του που οφείλει την αξία του στις απλές λαϊκές εκφράσεις και στο λυρικό αφθορμητισμό τραγουδάει τις δύσκολες συνθήκες της ζωής των… …

    Dictionary of Greek

  • 109ημίωρος — η, ο 1. αυτός που έχει διάρκεια μισής ώρας: Ημίωρη διακοπή της δουλειάς. 2. το ουδ. ως ουσ., ημίωρο μισή ώρα, χρονικό διάστημα μισής ώρας …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 110τριτοεκτοεννάται — αἱ, Μ (ενν. ὧραι) οι εκκλησιαστικές ακολουθίες τής τρίτης, τής έκτης και τής ένατης ώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + ἕκτός + ἔν(ν)ατος] …

    Dictionary of Greek