τῆς ὀδύνης

  • 11Γύζης, Νικόλαος — (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 – Μόναχο 1901).Ζωγράφος. Η ζωή και η τέχνη του Γ. όπως παρουσιάζονται μέσα από την προσωπική αλληλογραφία, το ημερολόγιο και το ζωγραφικό έργο του, βαδίζουν παράλληλα σε μια συνεχή εσωτερική ψυχική και πνευματική ανοδική… …

    Dictionary of Greek

  • 12δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… …

    Dictionary of Greek

  • 13αδικοπραξία ή αδικοπραγία — Η ανθρώπινη συμπεριφορά που αντίκειται στους σκοπούς της έννομης τάξης και απαγορεύεται από τον νόμο. Η α. είναι έννοια πλατύτερη από το αδίκημα, γιατί α. μπορεί να υπάρχει και χωρίς υπαίτια συμπεριφορά. Κάθε αστικό αδίκημα είναι α., κάθε όμως α …

    Dictionary of Greek

  • 14Сардзетакис, Христос — Христос Сардзетакис (греч. Χρήστος Σαρτζετάκης; род. 6 ноября 1929(19291106), Салоники)  греческий юрист и политик, Президент Греции в 1985 1990 гг. Содержание 1 Биография …

    Википедия

  • 15ηχή — ἠχή και δωρ. τ. ἀχά, ή (Ą) 1. ήχος, θόρυβος, βοή 2. θρόισμα 3. ήχος χαρούμενου τραγουδιού 4. (στους τραγ.) κραυγή οδύνης, κραυγή θρήνου 5. έναρθρος ήχος, φωνή, φθόγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ηχή (< *Fᾱχᾱ), ηχώ και το μτγν. ήχος ανάγονται πιθ. σε… …

    Dictionary of Greek

  • 16болѣзнь — БОЛѢЗН|Ь (506), И с. 1.Болезнь, нездоровье, физический недуг: Стенюштю ономоу тѩжько отъ болѣзни. Изб 1076, 52 об.; не ѡ(т)лоучашесѩ ѡ(т) нѥго [ученик]... бѣ бо оуже болѣзнию лютою одьрьжимъ. [Феодосий] ЖФП XII, 63б; въ недоузѣ лютѣ ѡбъдьржима. и …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 17εφεξής — (ΑΜ ἐφεξῆς, Α ιων. τ. ἐπεξῆς, ποιητ. τ. ἐφεξείης) επίρρ. 1. κατά σειρά, ο ένας μετά τον άλλο ή ο ένας δίπλα στον άλλο («ἵστασθαι ἐφεξῆς», Αριστοφ.) 2. συνεχώς ή το ένα μετά το άλλο, κατά τρόπο συνδεδεμένο, συνεχή («ἐφεξῆς ἀποκρίνεσθαι», Ρούφ.) 3 …

    Dictionary of Greek

  • 18ουαί — (I) (Α οὐαί) επιφών. 1. (οδύνης ή αγανάκτησης ή απειλής) αλίμονο, αχ! («οὐαί σοι, Μωάβ, ἀπώλου λαὸς Χαμώς», ΠΔ) 2. φρ. «οὐαὶ τοῑς ἡττημένοις» λέξεις τις οποίες απηύθυνε προς τους Ρωμαίους ο Βρέννος, αρχηγός τών Γαλατών, όταν οι Γαλάτες κυρίευσαν… …

    Dictionary of Greek

  • 19σύντασις — και αττ. τ. ξύντασις, άσεως, ἡ, Α [συντείνω] 1. διάταση, τέντωμα («καὶ ὑποχονδρίου ξύντασις μετ ὀδύνης γίγνεται», Ιπποκρ.) 2. έντονη προσπάθεια («τῇ τῆς ψυχῆς συντάσσει», Δίων Κάσσ.) …

    Dictionary of Greek