τῆς ἡμέρας

  • 121κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η …

    Dictionary of Greek

  • 122μελατονίνη — Ορμόνη της επίφυσης, η οποία συντίθεται από το αμινοξύ τρυπτοφάνη. Η μ. προκαλεί συγκέντρωση της μ. στα χρωματοφόρα κοκκία των αμφιβίων, με αποτέλεσμα να κάνει πιο ανοιχτόχρωμο το δέρμα τους. Η δράση της είναι ανταγωνιστική ως προς τη… …

    Dictionary of Greek

  • 123Λοΐζου, Μάρω — (Αθήνα 1940 –). Λογοτέχνης. Δραστηριοποιήθηκε νωρίς, σε συνεργασία με άλλους πρωτοπόρους λογοτέχνες της γενιάς της, για την καταπολέμηση της κοινωνικής αδικίας, με διάφορες πολιτιστικές δραστηριότητες. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με την παιδική… …

    Dictionary of Greek

  • 124ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …

    Dictionary of Greek

  • 125ισημερία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται καθεμία από τις δύο ημερομηνίες του έτους κατά τις οποίες η διάρκεια της ημέρας είναι ίση με τη διάρκεια της νύχτας σε όλη τη Γη. Αυτό συμβαίνει όταν ο Ήλιος βρίσκεται ακριβώς πάνω από τον ισημερινό. Στο διάστημα… …

    Dictionary of Greek

  • 126Μουσείο Δελφικών Εορτών — Το μουσείο στεγάζεται στο πέτρινο σπίτι του ποιητή Άγγελου Σικελιανού και της πρώτης συζύγου του Εύας Πάλμερ. Το ιδιόμορφο αυτό πέτρινο κτίριο χτίστηκε από ντόπιους μάστορες λίγα χρόνια πριν από το 1927, όταν το ζεύγος Σικελιανού διοργάνωσε για… …

    Dictionary of Greek

  • 127άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …

    Dictionary of Greek

  • 128μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …

    Dictionary of Greek