τῆς ἐμῆς ὄ
1ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… …
2оканьство — ОКАНЬСТВ|О (16), А с. 1.Страдание, мучение; несчастье: нынѣ б҃атии плачѣтесѧ ѡ ѡканьствѣ вашемь. находѧщимъ на вы. (ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις) ПНЧ 1296, 70; ѡ оканьство наше, ѡ зла˫а жизнь наша (ὦ τῆς ταλαιπωρίας) Пч н. XV (1), 128. 2. Греховность:… …
3ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… …
4κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …
5σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …
6σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… …
7χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… …
8τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… …
9власть — ВЛАСТ|Ь (918), И с. 1.Область, княжество, государство: изѩславоу же кънѩзоу тогда прѣдрьжѩщоу обѣ власти. и оц҃а своего ˫арослава. и брата своего володимира. ЕвОстр 1056 1057, 294в (запись); Бра(т) и сълоужьбьника нашего иѡана купрьскааго острова …
10σωτήριος — α, ο / σωτήριος, ία, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. σουτείριος Α [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που σώζει, που απαλλάσσει από δυσχερή κατάσταση, κίνδυνο, καταστροφή (α. «σωτήρια η παρέμβαση τών γιατρών» β. «καλοῡμεν αὐγὰς ἡλίου σωτηρίους», Αισχύλ.) 2. αυτός που …