τῆς ἐμῆς ὄ
21πρόσοψη — η / πρόσοψις, όψεως, ΝΜΑ [ὄψις] νεοελλ. 1. η πρόσθια όψη αντικειμένου και, ιδίως, οικοδομήματος, όπου βρίσκεται και η κύρια είσοδός του 2. φρ. «θα σού χαλάσω την πρόσοψη» (διαλ.) θα σού καταστρέψω το πρόσωπο μσν. αρχ. το πρόσωπο («σὴν πρόσοψιν… …
22τήθη — και τηθή, ἡ, ΜΑ και ιων. τ. τῆθα, Α 1. γιαγιά (α. «Λυσαρέτης τῆς ἐμῆς τήθης», Δημοσθ. β. «πάππους τε καὶ τηθάς», Πλατ.) 2. τροσός, παραμάνα («τῇ ὅθεν καὶ τήθη ἡ λέγουσα δέξαι, θήλασον », Σχόλ.Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, κατά την επικρατέστερη άποψη …
23υπερφύομαι — Α [φύω, φύομαι] 1. φύομαι, μεγαλώνω πάνω από κάτι ή επάνω σε κάτι (α. «ταῑς ὑποκειμέναις φλεψὶν ὑπερφύονται σαφῶς οἱ ὄνυχες», Γαλ. β. «ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς», Αρισταίν.) 2. υπερτερώ («ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύι», Ηρόδ.) 3. (κατὰ τον Ησύχ.)… …
24υπουργία — η / ὑπουργία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπουργίη Α [ὑπουργός] νεοελλ. 1. το αξίωμα και το έργο τού υπουργού («η υπουργία του ήταν πολύ αποδοτική») 2. ο χρόνος θητείας ενός υπουργού («έκανε σημαντικές αλλαγές στην πρώτη υπουργία του») μσν. αρχ. 1. υπηρεσία …
25χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… …
26σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… …
27επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …
28λειτουργός — ο, η (AM λειτουργός, ὁ) 1. αυτός που επιτελεί έργο κοινής ωφέλειας, αυτός που ασκεί λειτούργημα («δικαστικός λειτουργός») 2. ιερουργός, κληρικός νεοελλ. φρ. α) «κοινωνικός λειτουργός» κοινωνικό όργανο που έχει αποστολή την προστασία και παροχή… …
29σέβας — το, πληθ. σέβη, ΝΑ σεβασμός, βαθιά υπόληψη (α. «έτρεφε μεγάλο σέβας προς τους γονείς του» β. «σέβας τὸ πρὸ θεῶν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «τα σέβη μου» (ως χαιρετισμός σε πρόσωπο άξιο σε βασμού) τα προσκυνήματά μου, τους με ιδιάζουσα εκτίμηση… …
30σύνθημα — το, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθημα Α [συντίθημι] 1. (γενικά) σύμβολο συνεννόησης, συμφωνημένο σημείο 2. (ειδικά) α) λέξη ή φράση συμφωνημένη εκ τών προτέρων και γνωστή μόνο σε ορισμένα άτομα, η οποία χρησιμοποιείται για τη μεταξύ τους συνεννόηση β)… …