τῆς ἐμῆς ὄ
11недостоиньство — НЕДОСТОИНЬСТВ|О (21), А с. Свойство, качество, состояние по пр. недостоиныи в 1 знач.: ѡбличають своѥго не||достоинѣства. и ѡсѹжени˫а. (τῆς... ἀυτομολέσεως!) ПНЧ 1296, 160 об.–161; а иже недостѡини. противу недостѡиньству людии. и по злѡбѣ ихъ. и …
12оле — (33) межд. Употребляется для усиления экспрессивности высказывания. О: оле дивьноѥ ваю тьрпѣниѥ мѫченика. Стих 1156–1163, 73 об.; дьржатель всемѹ. ѡле б҃жиихъ сѹдьбъ. ѿстѹпьникъ бываѥть. (ὤ ѱεοῦ κριμοτων!) ЖФСт к. XII, 102 об.; ѡле чю(до) ѹлѹчиша …
13μνηστήρας — ο (ΑΜ μνηστήρ, Α δωρ. τ. μναστήρ) 1. αυτός που έχει δεσμευτεί με κάποια γυναίκα με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, ο αρραβωνιαστικός («ἄνδρες παιδὸς τῆς ἐμῆς μνηστῆρες», Ηρόδ.) 2. μτφ. αυτός που επιδιώκει να πετύχει κάτι νεοελλ. αυτός που προβάλλει… …
14ока˫аниѥ — ОКА˫АНИ|Ѥ (3*), ˫А с. 1.Страдание, мучение; несчастье: сего ради доже и до коньчины въ ˫азыкы всѧ расѣ˫аниѥ и ѡка˫аниѥ || приимѹть ихъ чада (τὴν… ταλαιπωρίαν) ГА XIV1, 162–163. 2. Недомыслие: Колико ѡка˫ань˫а или паче рещи безу(м)˫а же и… …
15отъвѣщевати — ОТЪВѢЩЕВА|ТИ (33), Ю, ѤТЬ гл. 1.Говорить в ответ, отвечать: въпрашаше ѥго ѿкѹдѹ си сѹть хлѣби. онъ же ѿвѣщева. ˫ако вьчера принесени сѹть. ЖФП XII, 51г; и первѣѥ же всего потъщатисѧ подобаеть. о гл҃ѣ словесе. не безъ ѹчениѧ имѣти но въпрашати ѹбо …
16FATA alicujus produci posse — si eius vicem subeat alter. velut hostia quaedam succidanea, Vett. persuasio fuit; Cuiusmodi superstitionis, falsissimae quidem, sed ex vero manantis, exempla non in Graecorum, et Romanorum solum historiis: sed et multarum aliarum gentium… …
17εκταράσσω — ἐκταράσσω αττ. τ. ἐκταράττω (Α) 1. ρίχνω σε σύγχυση, φέρνω σε ταραχή, προκαλώ ταραχή, συνταράσσω («τῆς ἐμῆς ψυχῆς δεινῶς ἐκταραττομένης», Μηναία, Ωδ. 3) 2. παθ. ιατρ. ( ομαι) (για κοιλιακή διαταραχή) έχω διάρροια …
18ευσπλαγχνία — και ευσπλαγχνιά και ευσπλαχνιά και σπλαχνιά, η (ΑΜ εὐσπλαγχνία Μ και εὐσπλαχνία) [εύσπλαγχνος] ευγένεια και λεπτότητα συναισθημάτων για τις ταλαιπωρίες τών άλλων, διάθεση να συμπαρασταθεί κανείς και να βοηθήσει κάποιον που πάσχει, συμπόνια,… …
19μεγαλαυχώ — (ΑM μαγαλαυχῶ), έω) [μεγάλαυχος] καυχιέμαι, κομπάζω, υπερηφανεύομαι (α. «ἡ γλώσσα μικρὸν μέλος ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῑ», ΚΔ β. «κατὰ πάντα δὴ ταῡτα σύ γε μεγαλαυχούμενος», Πλάτ.) μσν. αρχ. (με αιτ.) θεωρώ κάτι ως καύχημα («παρὰ γὰρ τῆς ἐμῆς… …
20ποσπαραγράφω — ΜΑ γράφω κάτι ακόμη, προσθέτω κάτι ακόμη σε γραπτό κείμενο («προσπαραγράφουσι... τὸν ἐκ Πλαγγόνος, ἂν σὲ γράφωσιν ἂν δ ἐμέ, τῆς ἐμῆς μητρὸς τὄνομα», Δημοσθ.) …