τῆς φυλῆς

  • 51Τζιμπουτί — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει με την Ερυθραία στα βόρεια, με την Αιθιοπία στα νότια νοτιοδυτικά και με τη Σομαλία στα νότια.Διοικητικά η Δημοκρατία χωρίζεται σε 5 περιφέρειες: Aλί Σαμπίε, Nτικίλ, Tζιμπουτί, Tατζούρα, Γιομπόκ.… …

    Dictionary of Greek

  • 52κόσμημα — Στοιχείο διακόσμησης που χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάλλος και κομψότητα, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερα πρακτική χρησιμότητα. εθνολογία και λαϊκός πολιτισμός. Το κ. αποτελεί στοιχείο που προστίθεται για να διακοσμήσει τα εργαλεία, τα σκεύη …

    Dictionary of Greek

  • 53λαγκός — Πόλη (1.484.000 κάτ. το 1995) της νοτιοδυτικής Νιγηρίας, στην ομώνυμη πολιτεία (3.345 τ. χλμ., 6.357.253 κάτ.) του κράτους. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πόλη και το κύριο λιμάνι της Νιγηρίας, στον κόλπο του Μπενίν, καθώς επίσης και επίκεντρο των… …

    Dictionary of Greek

  • 54Παντάουνγκ — Ασιατική φυλή, που ζει κυρίως στη Βιρμανία. Οι γυναίκες της φυλής αυτής συνηθίζουν να περιβάλλουν το λαιμό τους με ένα είδος «βραχιολιών», βασικός σκοπός των οποιων είναι να αυξήσουν το μήκος του λαιμού. Με την πάροδο του χρόνου και την άνοδο της …

    Dictionary of Greek

  • 55ζουάβοι — Στρατιωτικό σώμα, το οποίο είχε αρχικά στρατολογηθεί στην Καβυλία –ορεινή περιοχή μεταξύ της Αλγερίας και της Τυνησίας– που σχεδόν για 130 χρόνια προσέφερε τις υπηρεσίες του στη Γαλλία. Οι πρώτοι ζ. στρατολογήθηκαν το 1830, όταν άρχισε η… …

    Dictionary of Greek

  • 56αγροτικός κομουνισμός — Στοιχειώδης μορφή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης που αντιστοιχεί στο αρχέγονο στάδιο της ανθρώπινης προϊστορίας, όταν η γη δεν ήταν ατομική αλλά ομαδική ιδιοκτησία της φυλής ή του γένους. Ο α.κ. είναι αποτέλεσμα της μετάβασης των λαών από… …

    Dictionary of Greek

  • 57κριός ή κριάρι — Αρσενικό πρόβατο. Είναι ζώο αναπαραγωγής, το οποίο επιλέγεται από τα καλύτερα της φυλής, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, τα οποία ευνουχίζονται και εκτρέφονται για μαλλί και κρέας. Η γεννητική ωρίμανση των κ. ξεκινάει τον 4o με 5o μήνα ή ακόμα… …

    Dictionary of Greek

  • 58φύλαρχος — (3ος αι. π.Χ.)Έλληνας μυθογράφος και ιστορικός από τη Ναυκράτιδα της Αιγύπτου. Έζησε στην Αθήνα τον 3o αι. π.Χ. Έγραψε τα μυθολογικά συγγράμματα Επιτομή μυθική, Περί ευρημάτων, Περί της Διός επιφανείας και ένα ιστορικό έργο σε 28 βιβλία με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 59Ζαβουλών — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους δώδεκα γιους του Ιακώβ και της Αείας. Υπήρξε αρχηγός της φυλής του Ισραήλ, η οποία φέρει το όνομά του. Η περιοχή της φυλής Ζ. βρισκόταν ΒΔ της Παλαιστίνης και εκτεινόταν έως τη λίμνη της Τιβεριάδας …

    Dictionary of Greek

  • 60Καϊάν — Νομαδική φυλή που ζει στα δάση του νησιού Βόρνεο. Ένα ιδιόμορφο χαρακτηριστικό της εντοπίζεται στα γυναικεία αφτιά, το κάτω τμήμα των οποίων είναι πολύ μεγάλο. Η παραμόρφωση αυτή οφείλεται σε συγκεκριμένες μεθόδους (σχίζουν τη σάρκα και περνούν… …

    Dictionary of Greek