τῆς φυλῆς

  • 111Καζαντζάκης, Νίκος — (Ηράκλειο Κρήτης 1883 – Φράιμπουργκ Γερμανίας 1957).Λογοτέχνης, μεταφραστής και στοχαστής. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα (1902 6) και φιλοσοφία στο Παρίσι (1907 9). Την περίοδο 1914 15, μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, περιηγήθηκε τους τόπους της… …

    Dictionary of Greek

  • 112Φίτζι — Επίσημη Ονομασία: Δημοκρατία των νησιών Φίτζι Συντομευμένη Ονομασία: Φίτζι Εκταση: 18.270 τ.χλμ. Πληθυσμός: 856.346 (2002) Πρωτεύουσα: Σούβα Συγκρότημα νησιών της Ωκεανίας στο Ν ΕιρηνικόΣτα σύνορα μεταξύ Mελανησίας και Πολυνησίας, το αρχιπέλαγος… …

    Dictionary of Greek

  • 113άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… …

    Dictionary of Greek

  • 114Ανδρομάχη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρωίδα της Τροίας, κόρη του Ηετίωνα, βασιλιά της Θήβης (Μυσίας) και σύζυγος του Έκτορα. Στην Ιλιάδα περιγράφεται ως πιστή και τρυφερή σύζυγος. Ονομαστή είναι η σκηνή του αποχαιρετισμού μεταξύ Έκτορα και Α. και ο θρήνος της… …

    Dictionary of Greek

  • 115πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …

    Dictionary of Greek

  • 116πατριάρχης — Ο αρχηγός της πατριάς, όνομα που στην Παλαιά Διαθήκη αποδίδεται στους απώτερους προπάτορες των Εβραίων. Οι π. εκείνοι διακρίνονται σε προκατακλυσμιαίους (από τον Αδάμ έως το Νώε, δέκα συνολικά) και σε μετακατακλυσμιαίους (από τον Σημ, γιο του Νώε …

    Dictionary of Greek

  • 117σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… …

    Dictionary of Greek

  • 118Ισπανιόλα — (Hispaniola). Νησί (76.483 τ. χλμ., 15.784.616 κάτ. το 2001) της Κεντρικής Αμερικής, το δεύτερο σε μέγεθος των Μεγάλων Αντιλλών μετά την Κούβα. Βρίσκεται στη θάλασσα της Καραϊβικής, ΝΑ της Κούβας. Πολιτικά, χωρίζεται στη Δομινικανή Δημοκρατία… …

    Dictionary of Greek

  • 119Καμπούλ — I (Kbul). Πόλη (πληθυσμός μητροπολιτικής περιφέρειας: 2.766.800 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα του Αφγανιστάν καθώς και της ομώνυμης περιφέρειας (4.685 τ. χλμ.), στο δυτικό τμήμα της χώρας. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο περίπου 1.800 μ., εκατέρωθεν… …

    Dictionary of Greek

  • 120Λίβινγκστον, Ντέιβιντ — (David Livingstone, Μπλαντάιρ, Γλασκόβη 1813 – Τσιτάμπο, λίμνη Μπανγκουέλο 1873). Σκοτσέζος εξερευνητής και ιεραπόστολος. Καταγόταν από ταπεινή οικογένεια, αλλά κατόρθωσε με μεγάλες προσωπικές θυσίες να σπουδάσει ιατρική. Τελικά, η θρησκευτική… …

    Dictionary of Greek