τῆς κοιλίης

  • 1επαυρώ — ἐπαυρῶ, έω και ἐπαυρίσκω (Α) 1. μετέχω, παίρνω μέρος, απολαμβάνω, καρπώνομαι («τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν», Ομ. Οδ.) 2. βρίσκω κατά καλή τύχη («εἰ κ ἐσθλοῑο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αγγίζω, φθάνω ως («λίθου δ ἀλέασθαι… …

    Dictionary of Greek

  • 2τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… …

    Dictionary of Greek

  • 3πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… …

    Dictionary of Greek

  • 4επίστασις — ἐπίστασις, ἡ (Α) [στάσις] 1. έμφραξη, επίσχεση («ἐπίστασις κοιλίης, οὔρου, αἵματος») 2. βία, ορμή 3. στάση, στάθμευση («τοσοῡτον ἦν ἀνάγκη χρόνον δι’ ὅλου τοῡ στρατεύματος γίγνεσθαι τήν ἐπίστασιν», Ξεν.) 3. ηρέμηση και αυτοσυγκέντρωση («ἡ νόησις… …

    Dictionary of Greek

  • 5κατάρρηξις — κατάρρηξις, ἡ (Α) [καταρρήγνυμι] 1. ρήξη μεμβρανών 2. φρ. «κατάρρηξις κοιλίης» δυνατή σύσπαση τής κοιλιάς για κένωση σε περίπτωση διάρροιας …

    Dictionary of Greek