τῆς εὐσταθείας

  • 21ίσαλος γραμμή — Η γραμμή κατά μήκος της οποίας η επιφάνεια της θάλασσας εφάπτεται με τα τοιχώματα του πλοίου, υπό κανονικές συνθήκες πλεύσης και ευστάθειας …

    Dictionary of Greek

  • 22δυναμάρι — το (Μ δυναμάριον και δυναμάριν) [δύναμις] κάθε αντικείμενο που χρησιμοποιείται για ενίσχυση τής στερεότητας, αντοχής, ευστάθειας άλλου αντικειμένου μσν. φρούριο, οχυρό …

    Dictionary of Greek

  • 23πυρηνολήπτης — ο, Ν ωκεαν. δειγματολήπτης βυθού, συσκευή με την οποία λαμβάνεται ο πυρήνας, μια ποσότητα ιζήματος από τον βυθό τής θάλασσας, για να εξεταστεί και η οποία αποτελείται από ένα χαλύβδινο εξωτερικά και έναν πλαστικό εσωτερικά σωλήνα, ένα βαρίδι… …

    Dictionary of Greek