τῆθα
1τήθα — τήθᾱ , τήθη grandmother fem nom/voc/acc dual τήθᾱ , τήθη grandmother fem nom/voc sg (doric aeolic) τή̱θᾱ , τῆθος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …
2τήθα — ἡ, Α ιων. τ. βλ. τήθη …
3τήθας — τήθᾱς , τήθη grandmother fem acc pl τήθᾱς , τήθη grandmother fem gen sg (doric aeolic) …
4τηθάς — τηθά̱ς , τηθή fem acc pl …
5τήθη — και τηθή, ἡ, ΜΑ και ιων. τ. τῆθα, Α 1. γιαγιά (α. «Λυσαρέτης τῆς ἐμῆς τήθης», Δημοσθ. β. «πάππους τε καὶ τηθάς», Πλατ.) 2. τροσός, παραμάνα («τῇ ὅθεν καὶ τήθη ἡ λέγουσα δέξαι, θήλασον », Σχόλ.Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, κατά την επικρατέστερη άποψη …