τῆδε

  • 61συντρέχω — ΝΜΑ [τρέχω] 1. συντελώ, συνεργώ 2. παρέχω βοήθεια, συνδρομή, έρχομαι αρωγός (α. «πρέπει να τόν συντρέξεις σε αυτές τις δύσκολες ώρες» β. «πολλή στ ἀνάγκη τῇδε τοῡτο συντρέχειν», Σοφ.) νεοελλ. φρ. «δεν συντρέχει λόγος» δεν υπάρχει λόγος αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 62τείδε — Α βλ. τῆδε …

    Dictionary of Greek

  • 63τείνδε — Α βλ. τῆδε …

    Dictionary of Greek

  • 64τειδένυ — Α βλ. τῆδε …

    Dictionary of Greek

  • 65τειδεί — Α βλ. τῆδε …

    Dictionary of Greek

  • 66τυΐδε — και τυῑδε Α (αιολ. και δωρ. τ. αντί τῇδε) 1. εδώ, από εδώ 2. (με ρ. κίνησης) προς τα εδώ («τυῑδ ἐλθέ», Σαπφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυΐ* + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. ἐνθά δε)] …

    Dictionary of Greek

  • 67Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …

    Dictionary of Greek