τᾷδε

  • 121επηρεάζω — (AM ἐπηρεάζω) ασκώ βλαβερή επίδραση νεοελλ. 1. επιδρώ, επενεργώ («η υγρασία επηρεάζει τα μέταλλα») 2. (για πρόσ.) επιδρώ στη βούληση ή στο συναίσθημα άλλου («επηρεάζεται εύκολα από τους γύρω του») αρχ. μσν. 1. ενοχλώ («ἐπηρεάζων μοι συνεχῶς καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 122επινεύω — (AM ἐπινεύω) [νεύω] 1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω για να δείξω τη συγκατάθεσή μου («κυανέῃσιν ἐπ’ ὀφρύσι νεῡσε Κρονίων», Ομ. Ιλ.) 2. εγκρίνω, επιδοκιμάζω («τοῡθ’ ὁμολογήσας καὶ ἐπινεύσας ἀληθὲς εἶναι», Αισχίν.) αρχ. 1. υπόσχομαι («τάδε Ζεὺς… …

    Dictionary of Greek

  • 123επιτάδε — ἐπιτάδε και ἐπίταδε (Α) επίρρ. (αντίθ. τού επέκεινα) προς τα εδώ («Γάβρητα, ἐπίταδε τῶν Σουήβων», Στράβ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τάδε «εδώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 124επιχωρώ — ἐπιχωρῶ, έω (Α) 1. υποχωρώ, ενδίδω (τὸ μὴ ἐπιχωρεῑν τοῑς ἀπιστοῡσιν τάδε», Σοφ.) 2. παραχωρὼ σε κάποιον («ὡς δὲ πάντα οἱ ἐπεχώρησαν, ἀνέζευξεν ἐς Πέργην», Αρρ.) 3. δίνω την άδεια 4. συγχωρώ («ἔνια τῶν πρὸς ἡδονὴν αὐτῷ καὶ δόξαν ἐπιχωρεῑν»,… …

    Dictionary of Greek

  • 125ευδάκρυτος — εὐδάκρυτος, ον (Α) αξιοθρήνητος, αξιοδάκρυτος («οὐχ ἦσσον εὐδάκρυτά μοι λέγεις τάδε», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 126ευοδώνω — και ευοδώ και βοδώνω (ΑΜ εὐοδῶ, όω Μ και εὐοδώνω και εὐγοδώνω και βοδώνω και βγοδώνω) νεοελλ. μσν. 1. βάζω κάτι σε καλό δρόμο, το οδηγώ σε αίσιο τέλος, πραγματοποιώ, πετυχαίνω, καταφέρνω κάτι 2. εκτελώ γρήγορα και με επιτυχία κάποια εργασία,… …

    Dictionary of Greek

  • 127εύκρυπτος — εὔκρυπτος, ον και εὐκρυφής, ές (Α) αυτός τον οποίο μπορεί να κρύψει κάποιος εύκολα («σχισθέντα δ οὐκ εὔκρυπτα γίγνεται τάδε», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρυπτός (< κρύπτω)] …

    Dictionary of Greek

  • 128ηγεσία — η (Α ἡγεσία) [ηγέτης] καθοδήγηση, αρχηγία, ανώτατη αρχή («υπό την ηγεσία τού τάδε») νεοελλ. συνεκδ. ο αρχηγός και τα άτομα που κατέχουν τις πρώτες θέσεις στην κλίμακα τής ιεραρχικής πυραμίδας ενός πολιτικού ή στρατιωτικού σώματος ή άλλου… …

    Dictionary of Greek