τᾷδε

  • 111δείνα — ο, η, το (και αρσ. δείνας, ο) (AM δεῑνα, ο, η, το) (για πρόσωπα ή πράγματα που δεν μπορεί ή δεν θέλει κανείς να κατονομάσει) («ο δείνα ἔμπορος», «βλέπεις τὸν δεῑνα, τέκνον μου, πεζὸς περιεπάτει», «τί δὲ ταῡτ ἔδρασ ὁ δεῑνα;») αρχ. το ουδ. ως ουσ.… …

    Dictionary of Greek

  • 112δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να …

    Dictionary of Greek

  • 113εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …

    Dictionary of Greek

  • 114ενθάδε — (AM ἐνθάδε) επίρρ. 1. (για στάση σε τόπο) εδώ, σ αυτόν τον τόπο (α. «ἅπαντες γὰρ ἐσμεν ἐνθάδε», ΚΔ β. «ενθάδε κείται ο τάδε», επιγρ. τάφων) 2. (για κίνηση) προς αυτό εδώ το μέρος («φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθέ ἐνθάδε», ΚΔ) αρχ. 1. σ αυτόν εδώ… …

    Dictionary of Greek

  • 115εξάμετρος — η, ο (AM ἑξάμετρος, ον) 1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από έξι μέτρα 2. (για έμμετρο λόγο) αυτός που αποτελείται από εξάμετρους στίχους («ἡ Πυθίη ἐν ἐξαμέτρῳ τόνῳ λέγει τάδε», Ηρόδ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τό εξάμετρο στίχος που αποτελείται από …

    Dictionary of Greek

  • 116επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 117επέκεινα — (AM ἐπέκεινα) επίρρ. φρ. «το επέκεινα» ο άλλος κόσμος, η άλλη ζωή αρχ. μσν. 1. πέρα («ἐπέκεινα τῶν ἐκβολῶν αὐτοῡ») 2. (για μελλοντικό χρόνο) από τώρα και μετά («ἀφίημι ἀπὸ σήμερον καὶ ἐπέκεινα», ΠΔ) 3. (με άρθρο) τὸ ἐπέκεινα το πέρα μέρος… …

    Dictionary of Greek

  • 118επίτηδες — (Α ἐπίτηδες και ἐπιτηδές) επίρρ. γι’ αυτόν τον σκοπό ή για ορισμένο σκοπό, σκόπιμα, εσκεμμένα (α. «τό έκανε επίτηδες» β. «ἐς δ’ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. με πονηριά, προσποιητά, απατηλά («ἦ μὴν ἐρεῑν σοι τἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 119επανείρομαι — ἐπανείρομαι και ἐπανέρομαι (Α) [είρομαι] 1. υποβάλλω επανειλημμένως ερωτήσεις, εξετάζω κατ επανάληψη ή με λεπτομέρειες («τάδε σ ἐπανερόμαν», Αισχύλ.) 2. ρωτώ πάλι, ξαναρωτώ …

    Dictionary of Greek

  • 120επαρώμαι — ἐπαρῶμαι, άομαι (Α) 1. επικαλούμαι την οργή τών θεών εναντίον κάποιου, προφέρω κατάρες, καταριέμαι («Πέρσησι δὲ πολλὰ ἐπαρησάμενος», Ηρόδ.) 2. υπόσχομαι επίσημα, ορκίζομαι («σπονδὰς καθεῑναι κἀπαράσασθαι τάδε», Ευρ.) 3. υπόσχομαι επί πλέον.… …

    Dictionary of Greek