τᾱγός
1ταγός — Ο κοινός άρχοντας των αρχαίων θεσσαλικών πόλεων, που τον διόριζαν στις κρίσιμες περιστάσεις και του έδιναν εξαιρετική δικαιοδοσία, πολιτική και στρατιωτική, ανάλογη με του δικτάτορα. Από το 450 π.Χ., τ. ονομάζονταν και οι πολιτικοί άρχοντες, δύο… …
2ταγός — τᾱγός , ταγός commander masc nom sg …
3ТАГОС — • Ταγός, название у фессалийцев главного военачальника (Хеn. Hell. 6, 1, 8), позже вообще высшего правительственного лица …
4συνταγεύω — Α είμαι ταγός* μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταγεύω «είμαι ταγός, αρχηγός»] …
5ταγά — ἁ, Α 1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασκεί την εξουσία ο ταγός* 2. συνεκδ. καιρός πολέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. ταγός. Η λ. με τη σημ. «εποχή πολέμου» έχει προέλθει από τη λ. ταγή* με τη στρατιωτική της σημ. «πρώτη γραμμή τής μάχης» και …
6ταγεύω — Α [ταγός] 1. (στη Θεσσαλία) είμαι ταγός*, ασκώ δημόσιο αξίωμα («ἐπεί γε μὴν ἐτάγευσε, διέταξεν ἱππικὸν ὅσον ἑκάστη πόλις δυνατὴ ἢν παρέχειν», Ξεν.) 2. είμαι αρχηγός φρατρίας 3. μέσ. ταγεύομαι διατάζω στρατιώτες να λάβουν θέσεις («ἀρίστους ἄνδρας… …
7ταγώ — έω, Α [ταγός] (ποιητ. τ.) είμαι ταγός* …
8лоток — род. п. тка (по аналогии слов на ъкъ), диал., род. п. лотока желоб для стока воды , лоточина овраг (Преобр.), укр. лотiк, мн. лотоки, блр. латок, род. п. латака, польск. ɫоtоk желоб для муки . Недостоверные этимологии. По мнению Буги (РФВ 71, 465 …
9Tagus — Geobox|River name = Tagus native name = other name = Tajo other name1 = Tejo image size = image caption = View over the Tagus River from Almourol Castle in Portugal country = Spain country1 = Portugal state = state1 = region = region1 = district …
10Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… …