τᾰώς

  • 21σπάνιος — α, ο / σπάνιος, ον, ΝΜΑ [σπάνις] 1. αυτός που βρίσκεται σε μικρή ποσότητα, λιγοστός («τὰς δὲ ἄρκτους ἐούσας σπανίας», Ηρόδ.) 2. αυτός που συμβαίνει σπάνια νεοελλ. 1. εκλεκτός, ξεχωριστός («έχει σπάνια χαρίσματα») 2. πολύτιμος, ανεκτίμητος (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 22τέως — Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη και λιμάνι της Ιωνίας στη Λυδία, σύμμαχος των Αθηναίων τον 5o αι. Αποσχίστηκε από την αθηναϊκή συμμαχία εξαιτίας της Σικελικής Εκστρατείας. Είχε ναό του Διονύσου, ιωνικού ρυθμού, που χτίστηκε από τον Ερμογένη το… …

    Dictionary of Greek

  • 23ταΐτης — ὁ, Α πάγχρους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταώς «παγώνι» + κατάλ. ίτης (πρβλ. ονυχ ίτης)] …

    Dictionary of Greek

  • 24ταωνίτης — ου, ὁ, Α είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταώς, ῶνος «παγώνι» + κατάλ. ίτης (πρβλ. ὀνυχ ίτης)] …

    Dictionary of Greek

  • 25ταωνικός — ή, όν, Α [ταώς, ῶνος] (για ένδυμα) αυτός που έχει την ποικιλία τών αποχρώσεων τού πτερώματος τού παγωνιού …

    Dictionary of Greek

  • 26ταωνόπτερος — η, ο / ταωνόπτερος, ον, ΝΜ, και ταωνόφτερος Ν αυτός που έχει φτερά παγωνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταώς, ῶνος «παγώνι» + πτερος / φτερος (< πτερόν / φτερό), πρβλ. κυκνό πτερος] …

    Dictionary of Greek

  • 27ταών(ε)ιος — α, ο / ταών(ε)ιος, ον, ΝΑ [ταώς, ῶνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταώ, στο παγώνι 2. όμοιος με ταώ, όμοιος με παγώνι …

    Dictionary of Greek

  • 28υπερανίσταμαι — ΜΑ στέκομαι ψηλότερα από τους άλλους, προεξέχω πάνω από τους άλλους (α. «ὑψηλὰ φρονήματα ὑπερανεστηκότα τῶν γηΐνων», Βασ. β. «χωρία ὑψηλὰ καὶ ὑπερανεστηκότα», Λουκιαν.) μσν. υπερέχω, υπερτερώ («θνητῶν φύσεων ὑπερανεστηκός», Αρέθ.) αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 29ՍԻՐԱՄԱՐԳ — (ի, աց.) NBH 2 0714 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c գ. ταῶς, ταιών pava. (որպէս այն՝ որ սիրէ զմարգս, կամ ճեմել ʼի մարգս). Հաւ գեղեցիկ քան զհնդկահաւ, բազմագունի ճաճանչեղ, խայտաբղէտ եւ շքեղ ատամբ, սիգաճեմ ʼի գնացս. ... *Կապկաց եւ… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 30ταῶνα — τᾱῶνα , ταώς peacock masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)