τᾰχα
91ρυπαρότητα — η η ιδιότητα του ρυπαρού, και σε επέκταση άσεμνος λόγος ή πράξη: Τάχα για αστεία είπε ένα σωρό ρυπαρότητες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
92ψυχογράφος — ο, η 1. ψυχολόγος που ασχολείται με την περιγραφή των ψυχικών ικανοτήτων ενός ατόμου. 2. μέντιουμ που τάχα γράφει ό,τι του λένε τα πνεύματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
93ψυχογραφία — η 1. κλάδος της ψυχολογίας που περιγράφει τις ψυχικές ικανότητες ενός ατόμου. 2. στον πνευματισμό, η γραφή από τα μέντιουμ εκείνων που υπαγορεύονται τάχα από τα πνεύματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
94mel-4 — mel 4 English meaning: strong, big Deutsche Übersetzung: ‘stark, groß” Material: Gk. μάλα “very”, μᾶλλον “more” (for *μέλλον = Lat. melius eingetreten after θᾶσσον, θᾶττον : τάχα), μάλιστα “am meisten”; Lat. melior “better”… …
95АГАФОН КОРОНИС — [греч. ̓Αγάθων Κορώνης], визант. мелург 1 й пол. XIV в. Его сочинения содержатся во многих рукописях визант. и поствизант. периодов это стихи « » (Εὐφρανθήσεται Κύριος Пс 103. 31) и « » (̀ρδβλθυοτεΑισω τῷ Κυρίῳ Пс 103. 33); стих « …