τᾰχα
81άραγε — επίρρ. διστ., τάχα, μήπως: Τα πήρε άραγε τα χρήματα που του στειλα; …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
82αγαποβότανο — το το βοτάνι της αγάπης (ποώδες φυτό με τη δύναμη να προκαλεί τάχα τον έρωτα) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
83αλαζονεύομαι — τηκα, αμτβ., κορδώνομαι, κάνω το σπουδαίο: Αλαζονευόταν πως τάχα ήταν μέτοχος σε μια μεγάλη εταιρεία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
84αντιδημοκρατικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που είναι αντίθετος στις δημοκρατικές ιδέες: Ζητούσε ευκαιρία να παρουσιάσει τις καινούριες τάχα, στην πραγματικότητα όμως απαρχαιωμένες αντιδημοκρατικές ιδέες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
85ασώματος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σώμα, αυτός που κόπηκε από το σώμα: Παρουσίαζε ένα τάχα ασώματο κεφάλι που μιλούσε. 2. αυτός που δεν έχει σώμα, άυλος: Οι άγγελοι είναι όντα ασώματα. 3. στον πληθ. το αρσ. ως ουσ., Ασώματοι, οι οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
86δήθεν — επίρρ. διστ., τάχα, τάχατες: Δε μου μιλάει, γιατί δήθεν θύμωσε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
87εικαστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εικασία (βλ. λ.), ο παραστατικός, ο απεικονιστικός: Εικαστικές τέχνες (που απεικονίζουν το ωραίο στο χώρο: η γλυπτική, η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική). 2. ο συμπερασματικός: Εικαστικά επιρρήματα (που… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
88μήγαρις — μήπως τάχα, σάμπως, μπας και: Μήγαρις, ξέρω τι θέλει; …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
89μαθέ — και μαθές επίρρ. 1. βέβαια, πράγματι. 2. τάχα: Λέει μαθές ότι είναι γαλαζοαίματος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
90μουστόγρια — η γριά πολύ ρυτιδιασμένη, μπαμπόγρια: Μας μάλωσε μια μουστόγρια γιατί τάχα την ξυπνήσαμε με τα γέλια μας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)