τᾰχα
21LYNCEUS — I. LYNCEUS Apharei fil. unus ex Argonautis, tanta oculorum acie praeditus, ut ea per densos etiam quercetorum truncos, ac stipites atque adeo usque ad inferos vim suam expromeret. Orpheus in Argon. Λυγκέυς θ᾿ ὃς τήλιςτα δἰ αἰτέρος ἠδὲ θαλάςςης… …
22ORGANICA — Musices illa pars est, quae Instrumentis peragitur, quô Musices genere qui defungirur, psallere dicitur. Nempe ore quidem canimus, fidibus vel alio Organo psallimus. Cicero Invectivâ in Catilin. 2. Pueri tam delicati non solum amare et amari,… …
23PALLADIUM — Palladis simulacrum, quod Romae in aede Vestae fuit, cuius meminit Herodian. l. 1. c. 14. Id fuit e ligno compactum, movens oculos, atque hastam, quam manu gestabat, ut seribit Servius. Nam cum apud Troiam in honorem Palladis arx, et in eius… …
24PARIANI — populus in Hellesponto, qui Amorem Deum venerantur. Eorum urbs Parium, quod a Pari Insul. incolis conditum est. Ο᾿φιογενεῖς dicuntur Straboni l. 13. ubi addit: Μύθευον δὲ τὸν ἀρχηγέτην τοῦ γένους ἥρωά τινα μεταβαλεῖν ἐζ ὄφεως᾿ τάχα δε τῶ Ψυλλῶν… …
25RHETOR — per excellentiam Demosthenes dictus est. Harpocration in Οἰνέη καὶ Οἰναῖος, Μνημονεύει δ᾿ ἂν νῦν ὁ Ρ῾ήτωρ τοῦ πρὸς Ἐλευθέραις, οὑ καὶ Οουκυδιδης εν τῇ δευτέρᾳ. Et in Sirrina, Ε῎ςτι δὲ καὶ Σεῖρις πόλις Ι᾿ταλική καὶ τάχα τὰ ἔνθεν ὑφάσματα, ἤ τινα… …
26STIPENDIUM — a STIPE dictum, quod aes quoque stipem dicebant: Nam quod asses librae pondo erant, qui acceperant maiorem numerum, non in arca ponebant, sed in aliqua cella stipabant. M. Vatro de L. L. l. 4. et verbo pendo, quasi Stipipendium, quod ante nummum… …
27άγραυλος — Προσωνυμία θεάς και όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς, που την έλεγαν Αγλαυρίδα Αγραυλίδα Παρθένο, Αθηνά Άγραυλο (Αθηνά των αγρών). 2. Κόρη του Ακταίου, πρώτου θρυλικού βασιλιά της Αττικής και σύζυγος του Κέκροπα. Μητέρα… …
28άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… …
29άρα — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… …
30ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …