τᾰρῑχ-ηρός

  • 1φαρμακηρός — ά, όν, Α 1. (για μεταλλικά είδη) επικαλυμμένος με σμάλτο 2. (για ξύλινα αντικείμενα) εμποτισμένος με αντισηπτικό υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + κατάλ. ηρός (πρβλ. ταριχ ηρός)] …

    Dictionary of Greek