τᾰλᾰρίσκος
1ταλαρίσκος — masc nom sg …
2ταλαρίσκος — ὁ, Α υποκορ. τού τάλαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαρος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] …
3ταλαρίσκοις — ταλαρίσκος masc dat pl …
4ταλαρίσκον — ταλαρίσκος masc acc sg …
1ταλαρίσκος — masc nom sg …
2ταλαρίσκος — ὁ, Α υποκορ. τού τάλαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαρος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] …
3ταλαρίσκοις — ταλαρίσκος masc dat pl …
4ταλαρίσκον — ταλαρίσκος masc acc sg …