τὼς θύννως

  • 1σκοπιάζω — Α [σκοπιά] (ποιητ. τ.) 1. παρατηρώ από ψηλό τόπο, κατοπτεύω 2. (γενικά) κοιτάζω («δηρὸν δὲ καθήμενος ἐσκοπίαζον», Ομ. Οδ.) 3. κατασκοπεύω κάποιον 4. (για όμιλο λάτρεων τής Ίσιδος) προσέχω μήπως φανεί κοπάδι ψαριών 5. μέσ. σκοπιάζομαι έχω τον νου… …

    Dictionary of Greek