τύχων
1Τύχων — masc nom/voc sg …
2Τύχων Βράχιος — (Tycho Brahe, Κνούντστρουπ 1546 – Πράγα 1601). Δανός αστρονόμος. Αφού περάτωσε τις σπουδές του στη Δανία και στη Γερμανία, ασχολήθηκε με την αστρονομία και έγινε γνωστός για τις παρατηρήσεις του στον Σουπερνόβα, αστέρα που εμφανίστηκε το 1572… …
3Τύχων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος της Αμαθούντας της Κύπρου και διακρίθηκε για την αρετή του. Η μνήμη του τιμάται στις 16 Ιουνίου. * * * ωνος, ὁ, Α 1. προσωνυμία τού Ερμού 2. προσωνυμία τού Πριάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυχ τού …
4τυχών — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος της Αμαθούντας της Κύπρου και διακρίθηκε για την αρετή του. Η μνήμη του τιμάται στις 16 Ιουνίου. * * * ο, ΝΜΑ βλ. τυγχάνω …
5Τυχῶν — Τύχη act fem gen pl …
6τυχῶν — τύχη act fem gen pl …
7τυχών — τυγχάνω happen to be at aor part act masc nom sg …
8τύχων — τύχος instrument for working stone masc gen pl …
9Τύχωνα — Τύχων masc acc sg …
10Τύχωνι — Τύχων masc dat sg …