τύρος
1Τύρος — fem nom sg …
2τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… …
3τυρός — τῡρός , τυρός cheese masc nom sg …
4Τύρε — Τύρος fem voc sg …
5Τύροι — Τύρος fem nom/voc pl …
6Τύροις — Τύρος fem dat pl …
7Τύρον — Τύρος fem acc sg …
8Τύρων — Τύρος fem gen pl …
9Τύρῳ — Τύρος fem dat sg …
10κατάτυρος — κατάτυρος, ον (Α) σκεπασμένος με πολύ τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τυρος (< τυρός), πρβλ. αρτό τυρος, βού τυρος] …