τύλῳ
1τυλώ — όω, ΜΑ βλ. τυλώνω …
2τύλῳ — τύλος callus masc dat sg …
3τυλώνω — τυλῶ, όω, ΝΜΑ [τύλη/τύλος] νεοελλ. γεμίζω κάτι έως επάνω, υπερπληρώνω («τήν τύλωσε» [ενν. την κοιλιά] έφαγε μέχρι σκασμού) 2. μτφ. καθιστώ μια γυναίκα έγκυο, γκαστρώνω μσν. αρχ. καθιστώ κάτι τυλώδες, τό γεμίζω με τύλους, σκληρύνω («τυλοῑ τὸ στόμα …
4PERSICUM Mare — et Persicus sinus, pars maris Rubri (quod Arabiam Felicem ad ortum alluit) inter Arabiam ad Meridiem, et Carmaniam, Persidem, et Susianam ad Boream ingrediens, et alluens, in longitudinem 10000. stad. patens ex Str abone, at ex recentioribus 225 …
5ατύλωτος — ἀτύλωτος, ον (Α) [τυλώ] αυτός που δεν έχει κάλους …
6κατατυλώ — κατατυλῶ, έω (Μ) τυλίγω σφιχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τυλῶ] …
7συντυλώ — όω, Α καλύπτω εντελώς κάτι με κάλους, με περιγεγραμμένες υπερκερατώσεις τού δέρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τυλῶ «σκληραίνω, τραχύνω» (< τύλος «κάλος»)] …
8τυλωτός — ή, όν, Α [τυλῶ] (κυρίως για ρόπαλο) γεμάτος τύλους, γεμάτος κόμπους («ῥόπαλα τυλωτά», Ηροδ.) …
9τύλωμα — το, ΝΜΑ [τυλῶ, ώνω] το αποτέλεσμα τού τυλώνω, σκληρό εξόγκωμα τού δέρματος, συνήθως τών άκρων, τύλος νεοελλ. υπερπλήρωση, παραγέμισμα τής κοιλιάς με φαγητά αρχ. το πέλμα τού ποδιού …
10τύλωση — η / τύλωσις, υλώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια τού τυλώνω, η σκλήρυνση τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας, ανάπτυξη τύλων νεοελλ. 1. ιατρ. προχωρημένη μορφή βλεφαραδενίτιδας 2. στον πληθ. οι τυλώσεις βοτ. κυστοειδή σώματα που δημιουργούνται στο… …