τὸ-εῦον
1πρωτεύω — πρώτευσα 1. είμαι ή κατατάσσομαι πρώτος, υπερέχω, διακρίνομαι από τους άλλους, έχω ή παίρνω τα πρωτεία: Πρώτευσε στις εξετάσεις. – Πρώτευσε στα καλλιστεία. 2. η μτχ., πρωτεύων, ουσα, εύον ο σπουδαίας σημασίας, ο βασικός, ο κύριος: Πρωτεύοντα… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)