τὸ-έστατον
1ἔστατον — ἔστᾱτον , ἵστημι make to stand aor ind act 2nd dual (doric) …
2ἕστατον — ἵστημι make to stand plup ind act 2nd dual ἵστημι make to stand perf imperat act 2nd dual ἵστημι make to stand perf ind act 2nd dual …
3μεγεθεστάτος — μεγεθεστάτος, η, έστατον (Μ) υπερθ. τού μεγέθης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός τού μεγέθης, με παρατονισμό προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών] …