τὸ ῥωπικόν

  • 1ῥωπικόν — ῥωπικός of masc acc sg ῥωπικός of neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ρωπικός — ή, ό / ῥωπικός, ή, όν, ΝΑ [ῥῶπος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αποτελείται από μικρά και ευτελή πράγματα 2. (το ουδ. πληθ. ώς ουσ.) τα ρωπικά και τὰ ῥωπικά μικρά και ευτελή πράγματα, μικροαντικείμενα, μικροεμπορεύματα, ψιλικά αρχ. 1. (για πράγμ …

    Dictionary of Greek

  • 3MICTILIS — seu Mictiris merx, apud Lucilium, Pulmentaria ut intybus, aut aliqua id genus herba, Et ius maenarum, bene habet se, mictiris haec est Merx. Graecis ὁ ῤῶπος est, pauperculam interpretatur Nonius. haud omnino male. Nam ῥωπικὸν, οὐδενὸς ἄξιον καὶ… …

    Hofmann J. Lexicon universale