τὸ ἥμισυ

  • 71Σούδα — I Τίτλος βυζαντινού λεξικού του 10ου αι. Και οι δύο τύποι του ονόματος είναι δυσετυ μολόγητοι. Η παλιά γραφή Σουίδας (λεξικό του Σουίδα) ελέγχεται λαθεμένος. Έχει διατυπωθεί η γνώμη ότι ο όρος «Σούδα» αποτελεί παραφθορά της λατινικής λέξης Guida… …

    Dictionary of Greek

  • 72Σόνα — οι, Ν άκλ. εθνολ. ομάδα όμοιων πολιτιστικά λαών Μπάντου, που ζουν κυρίως στο ανατολικό ήμισυ τής Ζιμπάμπουε καθώς και στην περιοχή τών συνόρων Ζιμπάμπουε Μοζαμβίκης …

    Dictionary of Greek

  • 73διαμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά στη φυσική, κυρίως σε ό,τι αφορά την ασύρματη επικοινωνία. Δ. κύματος αποκαλείται, για παράδειγμα, η μεταβολή των χαρακτηριστικών του ηλεκτρομαγνητικού κύματος, που καλείται φορέας, από κάποιο πληροφοριακό σήμα, με… …

    Dictionary of Greek

  • 74ενάρθρωση — η (AM ἐνάρθρωσις) (ανατομ.) είδος διαρθρώσεως κατά την οποία η κεφαλή τού οστού εισέρχεται κατά το ήμισυ και περισσότερο στην κοίλη αρθρική επιφάνεια τού άλλου οστού, όπως π.χ. η άρθρωση στο ισχίον …

    Dictionary of Greek

  • 75εξαλείφω — (AM ἐξαλείφω) [αλείφω] 1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά») 2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες,… …

    Dictionary of Greek

  • 76επείπον — ἐπεῑπον (αόρ. β τού επιλέγω) (Α) 1. είπα επί πλέον ή συγχρόνως ή έπειτα («διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῑν», Ηρόδ.) 2. είπα εναντίον κάποιου, κατηγόρησα («ἐπειπεῑν ψόγον», Αισχύλ.) 3. ανέφερα ως κατάλληλο («ἐπειπεῑν τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ… …

    Dictionary of Greek

  • 77ημίανδρος — ἡμίανδρος, ό (AM) αυτός που είναι κατά το ήμισυ άντρας, ευνούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ανδρος (< ανήρ, ανδρός), πρβλ. άν ανδρος, φίλ ανδρος] …

    Dictionary of Greek

  • 78ημίβραχυς — υ (Α ἡμίβραχυς, εία, υ) 1. (στην προσωδία) βραχύς κατά το ήμισυ 2. το ουδ. ως ουσ. το ημίβραχυ το τρίτο κατά σειρά σημείο διάρκειας τής αναλογικής σημειογραφίας που αντιστοιχεί σε δύο βραχέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βραχύς] …

    Dictionary of Greek

  • 79ημίβροτος — ἡμίβροτος, ον (Α) κατά το ήμισυ άνθρωπος, ημιάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βροτός «θνητός»] …

    Dictionary of Greek

  • 80ημίβρωτος — ἡμίβρωτος, ον (Α) φαγωμένος κατά το ήμισυ, μισοφαγωμένος («χῆνας ἡμιβρώτους ἔπεμπε», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βρωτός (< βιβρώ κω), πρβλ. ορνεό βρωτος, φθειρό βρωτος] …

    Dictionary of Greek