τὸ ἥμισυ

  • 31ημιφανής — ἡμιφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, που είναι ακάλυπτος κατά το ήμισυ. Επιρρ. ἡμιφανῶς (Α) με ημιφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φανής (< φαίνω), πρβλ. α φανής, δια φανής] …

    Dictionary of Greek

  • 32θηριομιγής — θηριομιγής, ές (Μ) ο κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το άλλο ήμισυ θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μιγής (< μείγνυ μι), πρβλ. α μιγής, παμ μιγής] …

    Dictionary of Greek

  • 33ιπποκένταυρος — ἱπποκένταυρος, ὁ (Α) ο κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το ήμισυ ίππος, ο κένταυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κένταυρος] …

    Dictionary of Greek

  • 34ιπποκύων — ἱπποκύων, κυνος, ή (Α) πάπ. 1. (επίθ. για τη θεά Σελήνη) αυτή που είναι κατά το ήμισυ φοράδα και κατά το ήμισυ σκύλος 2. τίτλος σάτιρας τού Ουάρρωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κύων «σκύλος»] …

    Dictionary of Greek

  • 35ιππομιγής — ἱππομιγής, ές (Α) ο κατά το ήμισυ ίππος και κατά το ήμισυ άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + μιγής (< μείγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ μίγ ην), πρβλ. θηριο μιγής, ορνεο μιγής] …

    Dictionary of Greek

  • 36μιξάνθρωπος — μιξάνθρωπος, ον (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το ήμισυ θηρίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + ἄνθρωπος] …

    Dictionary of Greek

  • 37μιξέλλην — μιξέλλην, ηνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ Έλληνας και κατά το άλλο ήμισυ βάρβαρος («οὐκ ὀλίγοι δὲ μιξέλληνες, ὧν οἱ πλείους αὐτόμολοι καὶ δοῡλοι», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + Ἕλλην (πρβλ. μισ έλλην)] …

    Dictionary of Greek

  • 38μιξοβάρβαρος — και μειξοβάρβαρος, η, ο (ΑΜ μιξοβάρβαρος, ον, Α και μειξοβάρβαρος, ον) μη γνήσιος Έλληνας, αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ βάρβαρος και κατά το άλλο ήμισυ Έλληνας νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η μιξοβάρβαρη (για την ελληνική γλώσσα) γλώσσα ανάμικτη… …

    Dictionary of Greek

  • 39μισυοί — μισυοί, οι (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτοί που είναι κατά το ήμισυ λευκοί και κατά το άλλο ήμισυ μαύροι …

    Dictionary of Greek

  • 40παλαιοπαλαιολιθικός — ή, ό φρ. «παλαιοπαλαιολιθική εποχή» το πρώτο ήμισυ τής παλαιολιθικής περιόδου, σύμφωνα με παλαιότερα συστήματα χρονολόγησης, που αντιστοιχεί με την κατώτερη και το ήμισυ τής μέσης παλαιολιθικής εποχής …

    Dictionary of Greek