τὸ ἥμισυ

  • 131ημιέργαστος — ἡμιέργαστος, ον (Α) κατειργασμένος κατά το ήμισυ, ημιτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + έργαστος (< εργάζομαι), πρβλ. αν επ εξ έργαστος, α κατ έργαστος] …

    Dictionary of Greek

  • 132ημιανοίγω — μισοανοίγω, ανοίγω κατά το ήμισυ, ανοίγω λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ανοίγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνστ. Μ. Κούμα] …

    Dictionary of Greek