τὸ ἥμισυ

  • 121ημίχριστος — ἡμίχριστος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που είναι κατά το ήμισυ χριστιανός, επομένως αιρετικός …

    Dictionary of Greek

  • 122ημίχωστος — η, ο (Α ἡμίχωστος, ον) χωσμένος κατά το ήμισυ, μισοχωσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + χωστος (< χώννυ μι), πρβλ. πολύ χωστος, τυμβό χωστος] …

    Dictionary of Greek

  • 123ημιάγιος — ἡμιάγιος, ον (Α) σχεδόν άγιος, κατά το ήμισυ άγιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + άγιος] …

    Dictionary of Greek

  • 124ημιάγρυπνος — ἡμιάγρυπνος, ον (Μ) κατά το ήμισυ άγρυπνος, μισοξυπνητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + άγρυπνος] …

    Dictionary of Greek

  • 125ημιάνθρωπος — ἡμιάνθρωπος, ό (AM) αυτός που είναι εν μέρει ή κατά το ήμισυ άνθρωπος (α. «Διόνυσος ἡμιάνθρωπος», Λουκιαν. β. «ὁ Χριστός... οὔτε ἡμίθεος ὤφθη ἐπί γῆς, οὔτε ἡμιάνθρωπος ἀνέβη είς οὐρανούς», Εφραίμ Αντιοχ.) …

    Dictionary of Greek

  • 126ημιέλλην — ἡμιέλλην, ὁ (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ Έλληνας, μισοέλληνας («ἡμιέλλην γάρ τις ὤν ἐτύγχανε», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + Έλλην (πρβλ. μισ έλλην, φιλ έλλην)] …

    Dictionary of Greek

  • 127ημιέργαστος — ἡμιέργαστος, ον (Α) κατειργασμένος κατά το ήμισυ, ημιτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + έργαστος (< εργάζομαι), πρβλ. αν επ εξ έργαστος, α κατ έργαστος] …

    Dictionary of Greek

  • 128ημιανοίγω — μισοανοίγω, ανοίγω κατά το ήμισυ, ανοίγω λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ανοίγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνστ. Μ. Κούμα] …

    Dictionary of Greek