τὸ ἥμισυ

  • 101ημίοπος — ἡμίοπος, ον (Α) 1. (για αυλό) αυτός που έχει μισό αριθμό οπών, ατελής («ἡμίοποι αὐλοί» με τρεις μόνο τρύπες, Ανακρ.) 2. μτφ. ατελές, μικρό πράγμα 3. (κατά τον Γαλ.) «ἡμίοπον ἥμισυ»· [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οπος < οπή (πρβλ. πολύ οπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 102ημίπεπτος — ἡμίπεπτος, ον (Α) 1. κατά το ήμισυ ώριμος, μισογινωμένος 2. μισοχωνεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + πεπτος < πέσσω, πρβλ. ά πεπτος, εύ πεπτος] …

    Dictionary of Greek

  • 103ημίπλαστος — ἡμίπλαστος, ον (Α) αυτός που έχει πλαστεί κατά το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύ πλαστος, πρωτό πλαστος] …

    Dictionary of Greek

  • 104ημίπλεκτος — ἡμίπλεκτος, ον (Α) ο κατά το ήμισυ πλεγμένος, μισοπλεγμένος …

    Dictionary of Greek

  • 105ημίπλεως — ἡμίπλεως, ων (Α) κατά το ήμισυ πλήρης, μισογεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλεως (< πίμπλημι), πρβλ. έμ πλεως, υπέρ πλεως] …

    Dictionary of Greek

  • 106ημίπυρος — ἡμίπυρος, ον (Α) ο κατά το ήμισυ, ο εν μέρει, ο ατελώς πύρινος («ἡμίπυρος σελήνη», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πυρος (< πυρ), πρβλ. διά πυρος, ολό πυρος] …

    Dictionary of Greek

  • 107ημίρρυπος — ἡμίρρυπος, ον (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ λερωμένος, που δεν είναι εντελώς πλυμένος, μισολερωμένος, μισορυπωμένος («ἡμίρρυπον εἴριον» μισοπλυμένο μαλλί, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ρύπος «βρομιά»] …

    Dictionary of Greek

  • 108ημίσευμα — ἡμίσευμα, τὸ (Α) [ημισεύω] το αποτέλεσμα τού ημισεύω, αυτό που διαιρέθηκε σε δύο ίσα μέρη, το ήμισυ …

    Dictionary of Greek

  • 109ημίσοφος — ἡμίσοφος, ον (Α) κατά το ήμισυ, ατελώς σοφός, όχι πλήρως συνετός …

    Dictionary of Greek

  • 110ημίσπαστος — η, ο 1. ο κατά το ήμισυ αποσπασμένος, μισοξεκολλημένος 2. (κατ επέκτ.) μισοκατεστραμμένος …

    Dictionary of Greek