τὸ ἔμπαλιν

  • 11PAN — quem pastorum, venatorumque Deum, et universae vitae rusticanae praesidem crediderung antiqui, cuius fil. fuerit, non satis constat. Homer. in Hymnis, Mercurii filium facit: Ε῾ρμείαο φίλον γόνον ἔννεπε Μοῦσα, Αἰτοπόδην, δικέρωτα, φιλόκροτον.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12RETRO ambulandi — cum deo suo tensam duceret, ritum in Alagabalo Imperatore notavit Herodianus, l. 5. c. 6. Πᾶςαν τὴν ὁδὸν ἤνυε τρέχων ἔμπαλιν ἑαυτοῦ, ἀφορῶν τε ἐις τὸ πρόςθεν τοῦ Θεοῦ, πρός τε τὸ μὴ πταῖςαι αὐτὸν ἢ διολιςθαίνειν, οὐχ ὁρῶντα ὅπου βαίνῃ, γῆ τε ἡ… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 13ανέμπαλιν — ἀνέμπαλιν επίρρ. (Α) [έμπαλιν] εκ νέου …

    Dictionary of Greek

  • 14κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …

    Dictionary of Greek

  • 15πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …

    Dictionary of Greek

  • 16πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …

    Dictionary of Greek

  • 17τούμπαλιν — Α κράση αντί τὸ ἔμπαλιν …

    Dictionary of Greek

  • 18τραπέμπαλιν — Α επίρρ. 1. με στραμμένη την όψη προς τα πίσω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐνηλλαγμένως ἢ παρηλλαγμένως» 3. (κατά τον Φώτ.) «ἐπ ἀριστερᾷ ὑπεναντίως». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραπ τής συνεσταλμένης βαθμίδας της ρίζας τού ρ. τρέπω* (πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τράπ ην) + …

    Dictionary of Greek

  • 19ՆԵՐԱԴԱՐՁԵԱԼ — ( ) NBH 2 0414 Chronological Sequence: 6c մ. ἕμπαλιν amplius, contra. Դարձեալ վերստին. անդրադարձեալ. ընդ հակառակն. *Ակնկալութեան են երկոքեան (յոյս, եւ երկիւղ). այլ մին՝ բարեաց, իսկ միւսն ներադարձեալ՝ չարեացն. Փիլ. իմաստն …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 20ՆԵՐՄԻՒՍԱՆԳԱՄ — ( ) NBH 2 0420 Chronological Sequence: 6c մ. ՆԵՐՄԻՒՍԱՆԳԱՄ որ եւ ՆԵՐԱԴԱՐՁԵԱԼ. հելլենաբանութեամբ որպէս յն. ἕμπαλιν . Դարձեալ. անդրադարձեալ. ընդ հակառակն. *Ոչ եթէ որ կենդանի, մարդ. եւ ոչ եթէ՝ որ կենդանի, ծիծաղական. եւ ներմիւսանգամ եւս՝ յատուկն… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)