τὸ ἑλληνικόν

  • 41ιπποσιδηρόδρομος — ο μεγάλο όχημα που συρόταν από ίππους πάνω σε τροχιές, ιππήλατος τροχιόδρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α συνθετικό της, πρβλ. ιταλ. ippoferrovia < ippo (πρβλ. ίππος) + ferrovia «σιδηρόδρομος». Η λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 42καμάριον — καμάριον, τὸ (AM) [καμάρα] (υποκορ. τού καμάρα) μικρό δωμάτιο με καμάρες («κοιτὼν καμάρας ἔχων» «καμάριον δωμάτιον καμαρωτόν καὶ ὅλως ἡ καμάρα ἑλληνικὸν ὄνομα», Φώτ.) αρχ. 1. ιατρ. θάλαμος τού εγκεφάλου 2. μέρος πολεμικής μηχανής …

    Dictionary of Greek

  • 43κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 44κατηγορώ — και κατηγοράω (AM κατηγορῶ, έω) [κατήγορος] 1. προσάπτω κατηγορία σε κάποιον, φέρνω κάποιον σε δικαστήριο, διώκω κάποιον δικαστικώς, ενοχοποιώ (α. «τόν κατηγόρησαν για απάτη» β. «κατηγορείται για φόνο» γ. «κατηγορῶ μὲν οὖν αὐτῶν ὅτι μετέπεισαν… …

    Dictionary of Greek

  • 45καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… …

    Dictionary of Greek

  • 46λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …

    Dictionary of Greek

  • 47λεξικό — Κατάλογος ή συλλογή λέξεων μίας γλώσσας, μίας διαλέκτου ή καθορισμένης ύλης, διατεταγμένων κατά κάποια συγκεκριμένη τάξη –συνήθως αλφαβητική– και με την αντίστοιχη ερμηνεία στην ίδια ή σε μια άλλη γλώσσα. Ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, τα λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 48μετάληψη — η (ΑM μετάληψις) [μεταλαμβάνω] 1. μετοχή, συμμετοχή («ἀρκεῑ δὴ ἐπὶ λόγων μεταλήψει μεῑναι ἐνδελεχῶς καὶ ξυντόνως», Πλάτ.) 2. εκκλ. α) η συμμετοχή τών κληρικών και τών πιοτών στο μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας μετά τον αγιασμό τών Τιμίων Δώρων, η… …

    Dictionary of Greek

  • 49μεταγράφω — και ματαγράφω (ΑM μεταγράφω) 1. γράφω εκ νέου, τροποποιώ ή διορθώνω ό,τι έγραψα, ξαναγράφω («ἅ δ οὐ καλῶς ἔγνων τότ , αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν ἐς τήνδε δέλτον», Ευρ.) 2. αντιγράφω 3. μεταφράζω, ερμηνεύω («ἠξίωσεν οὗτος καὶ τὰ ὀνόματα...… …

    Dictionary of Greek

  • 50ομόγλωσσος — η, ο (Α ὁμόγλωσσος, αττ. τ. ὁμόγλωττος, ον) αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα («τὸ Έλληνικὸν ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ιδιό γλωσσος] …

    Dictionary of Greek