τὸ ἑκούσιον
11καθικνούμαι — καθικνοῡμαι, έομαι (Α) (αποθ. ρ.) 1. μτφ. καταλαμβάνω, βρίσκω, αγγίζω («ἐπεί με καθίκετο πένθος ἄλαστον», Ομ. Οδ.) 2. πλήττω («μέσον κάρα διπλοῑς κέντροισί μου καθίκετο», Σοφ.) 3. φθάνω σε κάτι, επιτυγχάνω, κατορθώνω («ταχέως καθικνεῑτο τῆς… …
12συμπεριβομβώ — έω, Α βομβώ μαζί με άλλους, γύρω γύρω, βουίζω γύρω από κάτι μαζί με άλλους («περιβομβεῑ καὶ συμπεριβομβεῑ ἑκούσιον τὸ σμῆνος», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιβομβῶ «βουΐζω ολόγυρα»] …
13ԿԱՄՔ — (մաց, մօք.) NBH 1 1043 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c գ. θέλημα, θέλησις voluntas εὑδοκία placitum, beneplacitum αἴρεσις electio, propositum διάθεσις dispositio, adfectus. սանս. քամա …
Страницы
- 1
- 2