τὸ ἑκάτειον

  • 1εκατήσιος — ἑκατήσιος, ία, ιον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Εκάτη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἑκατήσιον (και Ἑκάταιον ή Ἑκάτειον) ιερό άγαλμα τής Εκάτης …

    Dictionary of Greek