τὸ ἐπιϑυμοῦν
1ἐπιθυμοῦν — ἐπιθυμέω set one s heart upon pres part act masc voc sg (attic epic doric) ἐπιθυμέω set one s heart upon pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) ἐπιθῡμοῦν , ἐπιθυμέω set one s heart upon pres part act masc voc sg (attic epic doric)… …
2Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …
3θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …
4προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… …
5Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …
6αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …
7δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… …
8επιθυμώ — (AM ἐπιθυμῶ, έω) έχω την επιθυμία, ορέγομαι να αποκτήσω ή να κάνω κάτι, θέλω νεοελλ. έχω την αξίωση, δίνω την εντολή, απαιτώ μσν. νεοελλ. ποθώ ερωτικά μσν. 1. εύχομαι να γίνει κάτι 2. μού αρέσει κάτι 3. στερούμαι κάτι 4. εποφθαλμιώ κάτι 5. (η μτχ …
9ιδεοληψία — Όρος της ψυχολογίας. Πρόκειται για περιοδική και αθέλητη επιβολή ιδεών ή συναισθημάτων στη συνείδηση κάποιου ατόμου, που είναι κατά κανόνα ενοχλητικά και επιζήμια. Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες ι. Διακρίνονται με βάση τις ιδέες ή τα συναισθήματα… …
10κίσσα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις εννέα Πιερίδες, κόρες του Πιέρου . Ο μύθος αναφέρει ότι μεταμορφώθηκε σε πουλί, μαζί με τις αδελφές της, επειδή τόλμη αν να συναγωνιστούν τις Μούσεςστο τραγούδι. 2. Μία από τις Υάδες, τις τροφούς του… …