τὸ ἐξᾷττον
1ἐξᾶττον — ἐξᾶ̱ττον , ἐξαίσσω rush forth imperf ind act 3rd pl (attic doric aeolic) ἐξᾶ̱ττον , ἐξαίσσω rush forth imperf ind act 1st sg (attic doric aeolic) …
2εξάττω — ἐξᾴττω (Α) [αττω] 1. αττ. τ. τού εξαΐσσω* 2. (το ουδ. τής μτχ. ως ουσ.) το ἐξᾷττον η σφοδρότητα …
3εξαΐσσω — ἐξαΐσσω και ἐξᾴσσω, και αττ. τ. ἐξᾴττω (Α) [αΐσσω] 1. πηδώ έξω, ορμώ προς τα εμπρός («ἐκ δέ τῶ άΐξαντε πυλάων», Ομ. Ιλ.) 2. αναπηδώ, ανατινάσσομαι 3. (το ουδ. τής μτχ. ως ουσ.) τὸ ἐξᾷττον βιαιότητα, σφοδρότητα …