τὸ ἐλεγεῖον
1ἐλεγεῖον — distich consisting of hexameter and pentameter neut nom/voc/acc sg …
2ἐλεγεῖα — ἐλεγεῖον distich consisting of hexameter and pentameter neut nom/voc/acc pl …
3элегия — элегический. Через нем. Еlеgiе, elegisch – то же из лат. еlеgīа, которое пришло в лат. из греч. ἐλεγεία (ᾠδή) наряду с ἐλεγεῖον (μέτρον), производные от ἔλεγος причитание, скорбная песнь , источник которого ищут в фриг. (Гофман, Gr. Wb. 78;… …
4AGGESTUM Terrae — in viliorum sepulchris. Cum enim nom omnium esset, sepulchra habere aedificata, tam in Iudae, quam in terra Graeca et apud Romanos: vilior turba cadavera fua factâ scrobe defodiebat et aggestâ desuper humô cumulabat; quod Aggestum terrae Latini… …
5COLUMELLA — apud Ciceron. Tusculanâ 5. ubi de Archimedis sepulchro, columellam e dumis eminentem: ςήλη est, parva columna, seu cippus sepulchralis, stela mortui tumulo imposita; prorie μνῆμα olim vel μνημεῖον, monumentum, quod ad memoriam defuncti poneretur …
6ελεγείο — το (ΑΜ ἐλεγεῑον) 1. δίστιχο που έχει τον πρώτο στίχο δακτυλικό εξάμετρο και τον δεύτερο δακτυλικό πεντάμετρο 2. θρηνητικό τραγούδι 3. πληθ. ελεγεία ποίημα ή επιγραφή σε ελεγειακό μέτρο αρχ. στίχος στην ελεγειακή επιγραφή, ιδίως ο πεντάμετρος.… …
7ελεγείος — ἐλεγεῑος, α, ον (Α) ο ελεγειακός («ἐλεγεῑον δίστιχον») …
8ηρωελεγείον — ἡρωελεγεῑον, το (Μ) δίστιχο που αποτελείται από εξάμετρο και πεντάμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + ελεγείον] …
9στιχελεγείον — τὸ, Α ελεγειακός στίχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + ἐλεγεῖον*] …
10Παράσχος — Επώνυμο 2 Ελλήνων ποιητών. 1. Αχιλλεύς. (Ναύπλιο 1838 – Αθήνα 1895). O πατέρας του είχε καταφύγει στο Ναύπλιο εγκαταλείποντας τη Χίο, μετά την καταστροφή του νησιού (1822)· αργότερα εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Nέος, ανήκε στη χρυσή… …
- 1
- 2