τὸ ἄροτρον

  • 31πραράτιος — και πραράτριος, ὁ, Α ονομασία μήνα στην Επίδαυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. «πρὸ ἄρατος», όπου η λ. *ἄρατος αμάρτυρη ισοδυναμεί με τους τ. ἄροτος «καλλιεργημένος αγρός» ή ἄρατρον, κρητ. τ. τού ἄροτρον (< ρ. ἀρόω*… …

    Dictionary of Greek

  • 32προσζεύγνυμι — Α 1. συνάπτω στον ζυγό, ενώνω με ζυγό κάτι με κάτι άλλο («προσζεύγνυμι τὸ ἄροτρον», Πορφ.) 2. συνδέω, συναρμόζω (α. «τή ὕλῃ τὸν τεχνίτην προσέζευξεν», Πλούτ. β. «ἡ τὸ πηδάλιον προσέζευκται», Αριστοτ.) 3. παθ. προσζεύγνυμαι συνέχομαι, συνορεύω («ἡ …

    Dictionary of Greek

  • 33σπινδείρα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄροτρον» …

    Dictionary of Greek

  • 34συναροτριώ — άω, Α οργώνω μαζί ή ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀροτριῶ «οργώνω» (< ἄροτρον)] …

    Dictionary of Greek

  • 35χιλιάροτρος — ον, Α αυτός που περιέχει χίλια άροτρα, πολύ μεγάλος, μέγας («τὸ τῆς Ἀρσινόης χιλιάροτρον τέμενος», Σχόλ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ἄροτρον] …

    Dictionary of Greek

  • 36Λ, λ — (αρχ. λάβδα, μεταγενέστερα λάμβδα). Το ενδέκατο γράμμα το ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό lâmedh, που γραφόταν  ή  και σήμαινε βούκεντρο. Οι αρχαίοι Έλληνες παράστησαν κατά ποικίλους τρόπους το λ:  (αρχαιότερα αλφάβητα Κρήτης,… …

    Dictionary of Greek

  • 37ԱՐՕՐ — I. (ոյ, ով. կամ ի, աւ, իւ.) NBH 1 0386 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c, 13c, 14c գ. ἅροτρον aratrum (լծ. հյ. վար, վարել. յն. լտ. արօդրօն, արադրում.) ռմկ. հարօր. Փայտակերտ գործի վարելոյ զերկիր հանդերձ խոփով եւ մաճով …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 38ՄԱՃ — (ոյ, ով, կամ ի, իւ, աւ.) NBH 2 0200 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c գ. ἑχέτλη stiva, aratri manica ἅροτρον, ἁροτρόπους vomer, aratrum, aratri ferrum. Փայտ երկայն իբրեւ զղեկ արօրոյ ʼի ձեռս հերկողի՝ մաճակալ կոչեցելոյ. եւ… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 39τἀρότρῳ — ἀρότρῳ , ἄροτρον plough neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 40ἀρότρωι — ἀρότρῳ , ἄροτρον plough neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)