τὸ ἀφ' ἑσπέρας

  • 21πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… …

    Dictionary of Greek

  • 22πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… …

    Dictionary of Greek

  • 23συντάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συντάττω και ξυντάσσω Α [τάσσω] 1. (ιδίως σχετικά με στρατό) βάζω στη σειρά, παρατάσσω 2. διατυπώνω κάτι εγγράφως, συγγράφω (α. «συντάσσω συμβόλαιο» β. «αὐτὸς ἄχρι τῆς ἑσπέρας ἔγραφε συντάττων ἐπιτομὴν Πολυβίου», Πλούτ.) 3. γραμμ …

    Dictionary of Greek

  • 24όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος …

    Dictionary of Greek

  • 25Αγέλαος — (3ος αι. π.Χ.).Στρατηγός της Αιτωλικής Συμπολιτείας από τη Ναύπακτο, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής του. Ίσως όμως να υπήρξε ικανότερος ως διπλωμάτης: το έτος 220 πέτυχε να συνάψει με τον Σκερδελαϊδα, βασιλιά των Ιλλυριών,… …

    Dictionary of Greek

  • 26ԱՆԱԳԱՆԻ — ( ) NBH 1 0101 Chronological Sequence: Early classical, 12c մ. Անագան, իբր ʼի տարաժամել աւուրն. ընդ երեկս. յերեկոյի. ἐσπέρας, ἑν ἐσπέρᾳ verspere իրիկուն եղած, ուշկեկ. ... *Այր մի ծեր եմուտ ʼի գործոյ յանգոյ անագանի: Եւ ել անագանին ննջեաց յանկողնի… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 27ԵՐԵԿ — (զերեկ, ցերեկ, ընդ երեկս, առ երեկս, ցերեկս, յերեկս.) NBH 1 0674 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c գ. ԵՐԵԿ որ եւ ԵՐԵԱԿ. այսինքն Երեկոյ. ἐσπέρα vespera, hora vespertina իրիկուն .... Իբրեւ անուն. գ. *Ե՞րբ իցէ տիւ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 28ԵՐԵԿՈՅԻՆ — ( ) NBH 1 0675 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. ԵՐԵԿՈՅԻ ԵՐԵԿՈՅԻՆ. ἐσπερινός vespertinus Ի սեռականէ ԵՐԵԿՈՅ բառին, որպէս Երեկոյեան. իրիկուան. ... *Համբարձումն ձեռաց իմոց՝ պատարագ երեկոյի. Սղ. ՟Ճ՟Խ. 2: *Զերեկոյի աղօթս մեր… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 29ВХОД — [греч. εἴσοδος], в правосл. богослужении торжественная процессия священнослужителей, центральным моментом к рой является вход через св. врата в алтарь. Во время Божественной литургии совершаются 2 В. малый и великий; В. может также происходить во …

    Православная энциклопедия