τὸ ἀξίωμα τῆς βουλῆς

  • 31εκκλησία του δήμου — Στην ελληνική αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι λαϊκές συνελεύσεις, που αποτελούσαν το ανώτατο όργανο άσκησης της εξουσίας στη δημοκρατική πολιτεία. Στην ε. του δ. συμμετείχαν, με δικαίωμα λόγου και ψήφου, όλοι οι πολίτες –οι ελεύθεροι από πατέρα… …

    Dictionary of Greek

  • 32θεσμοθέτες — Οι έξι από τους ανώτατους λειτουργούς της πολιτείας της αρχαίας Αθήνας οι οποίοι, μαζί με τον βασιλιά, τον πολέμαρχο και τον επώνυμο άρχοντα, αποτελούσαν τους εννέα ενιαύσιους άρχοντες. Το λειτούργημα του θ. καθιερώθηκε, για πρώτη φορά, περίπου… …

    Dictionary of Greek

  • 33Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… …

    Dictionary of Greek

  • 34Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …

    Dictionary of Greek

  • 35Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… …

    Dictionary of Greek

  • 36εξουσία — Έκφραση που προσδιορίζει την κρατική αρχή ως φορέα της κυριαρχίας. Δηλαδή πρόκειται για τη γενική ε., που προκύπτει ως ειδικότερη έννοια από τη δύναμη, την ισχύ, και τις επιμέρους κρατικές ε., νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, αλλά και τη… …

    Dictionary of Greek

  • 37Κούλιτζ, Κάλβιν — (Calvin Coolidge, Πλίμουθ, Βερμόντ 1872 – Νορθάμπτον, Μασαχουσέτη 1933). Αμερικανός πολιτικός, 30ός πρόεδρος των ΗΠΑ (1923 29). Φοίτησε στο Άμχερστ, όπου σπούδασε νομικά. Από το 1897 άρχισε να ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα, στο οποίο και… …

    Dictionary of Greek

  • 38Αχμέτ Βεφίκ πασάς — (Λήμνος περ. 1818 – Κωνσταντινούπολη 1891). Τούρκος πολιτικός και λογοτέχνης, από Τούρκο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα. Σπούδασε στο Παρίσι και, όταν επέστρεψε στην πρωτεύουσα, ανέλαβε τη διεύθυνση του μεταφραστικού γραφείου της Υψηλής Πύλης.… …

    Dictionary of Greek

  • 39Βεγλερής, Γρηγόριος — (Κωνσταντινούπολη 1862 – 1948). Τελευταίος ηγεμόνας της Σάμου, επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σπούδασε στην Ευρώπη. Διετέλεσε διοικητικός υπάλληλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και μουτεσαρίφης (έπαρχος) Μερσίνας. Τον Μάρτιο του 1912 πήγε στη Σάμο …

    Dictionary of Greek

  • 40Τσιβανόπουλος, Δημοσθένης — (Σπάρτη 1838 – Μαρούσι, Αθήνα 1921). Δικαστικός, εισαγγελέας του Aρείου Πάγου. Μετά τις σπουδές του, πέρασε όλα τα στάδια του τακτικού δικαστή έως και τον βαθμό του αντιπροέδρου του Aρείου Πάγου. Διετέλεσε εισαγγελέας (1892 11) και αποχώρησε από… …

    Dictionary of Greek