τὸ ἀντιπαϑές
1ἀντιπαθές — ἀντιπαθής in return for suffering masc/fem voc sg ἀντιπαθής in return for suffering neut nom/voc/acc sg …
2ANTIPATHES — Graece Ἀντιπαθὲς, inter philtra Veterum et res eas, quibus amor conciliari creditus, ponitut nonnullis, qui versus illos Laelii in Apolog. Appuleii, ubi pleraque philtra descripsit, sic legunt, Philtra omniae undique eruunt, Antipathes illud… …
3ANTIRRHINUM vel ANTIRRHIZUM — ANTIRRHINUM, vel ANTIRRHIZUM herba olim multum ad Magicos usus adhibita. Ad famam enim et dignitatem comparandam aliquid facere, prodidêre nonnulli, apud Theophrastum Histor. Plantar. l. 9. c. 21. Εὔκλειαν γάρ φασιν ἀεὶ ποιεῖν τὸ ἀντίῤῥιζον… …
4αντιπαθής — (antipathes). Γένος κοιλεντερωτών της οικογένειας των αντιπαθιδών. Ζουν στις θάλασσες των τροπικών και εύκρατων ζωνών σε μεγάλα βάθη. Είναι ζώα που σχηματίζουν δενδροειδή σκελετό με έξι αγκαθωτές κεραίες και έχουν στιλπνό μαύρο χρώμα. Κυριότερο… …
5ψιλόκερως — ων, Μ αυτός που τού έχουν κόψει τα κέρατα, που έχει στερηθεί τα κέρατά του («τὸ κέρας τούτου... κόπτουσι, ἀντιπαθὲς φαρμάκοις, τόν θῆρα δὲ ψιλόκερων ἐῶσιν ἀποτρέχειν», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + κερως (< κέρας), πρβλ. ὀρθό κερως] …