τὸ σχηματίζεσθαι τὰς γυναῖκας

  • 1σμοκορδούν — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ σχηματίζεσθαι τὰς γυναῑκας». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ., κατά μία άποψη, συνδέεται με τον τ. σμορδοῦν* και έχει σχηματιστεί είτε με προσθήκη μιας συλλαβής κο είτε με συμφυρμό προς το σκοροδοῦν] …

    Dictionary of Greek