τὸ σκόλιον
1σκόλιον — song which went round crookedly at banquets neut nom/voc/acc sg …
2σκόλιον — τὸ, Α [σκολιός] είδος άσματος που ψαλλόταν με τη συνοδεία λύρας και σε άτακτη σειρά διαδοχής σε συμπόσια, ενώ εκείνος που κάθε φορά τραγουδούσε κρατούσε κλάδο μυρσίνης τον οποίο είχε πάρει από τον προηγούμενο αοιδό («ᾆσον δή μοι σκολιόν τι λαβὼν… …
3σκολιόν — σκολιός curved masc acc sg σκολιός curved neut nom/voc/acc sg …
4СКОЛИИ — • Σκόλιον, σκολια̃μέλη, особый род застольных песен у греков. Это имя производится от прилагательного σκολίις, кривой, искривленный, согнутый. Некоторые объясняют это название тем способом пения, которым такие песни пелись на… …
5σκολίοις — σκόλιον song which went round crookedly at banquets neut dat pl …
6σκολίου — σκόλιον song which went round crookedly at banquets neut gen sg …
7σκολίων — σκόλιον song which went round crookedly at banquets neut gen pl …
8σκολίῳ — σκόλιον song which went round crookedly at banquets neut dat sg …
9σκόλια — σκόλιον song which went round crookedly at banquets neut nom/voc/acc pl …
10σκoλιός — ά, ό / σκολιός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που παρουσιάζει στρέβλωση στο σχήμα του, κεκαμμένος, διάστροφος, κυρτός, λοξός («πρῶτα μὲν σκολιῷ σιδήρῳ ἐξάγουσι τὸν ἐγκέφαλον», Ηρόδ.) 2. (για ατραπούς, οδούς ή ποταμούς) αυτός που βαίνει ελικοειδώς,… …