τὸ σκέλος
1σκέλος — leg neut nom/voc/acc sg …
2σκέλος — ους, το, ΝΜΑ 1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔ γ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ …
3σκέλος — το 1. καθένα από τα κάτω άκρα του ανθρώπου ή από τα πίσω πόδια των ζώων: Άνοιξε τα σκέλη του. 2. ό,τι μοιάζει με πόδι: Τα σκέλη μιας ορθής γωνίας είναι κάθετα μεταξύ τους. 3. καθένα από τα δύο αντίστοιχα μέρη κάθε δίδυμου πράγματος: Η πρότασή του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4σκέλει — σκέλος leg neut nom/voc/acc dual (attic epic) σκέλεϊ , σκέλος leg neut dat sg (epic ionic) σκέλος leg neut dat sg …
5σκέλη — σκέλος leg neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκέλος leg neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
6σκελοῖν — σκέλος leg neut gen/dat dual (attic epic doric) …
7σκελέεσσι — σκέλος leg neut dat pl (epic) …
8σκελέοιν — σκέλος leg neut gen/dat dual (epic doric ionic aeolic) …
9σκέλεα — σκέλος leg neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …
10σκέλεε — σκέλος leg neut nom/voc/acc dual (epic ionic) …